Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε ο νέος εκλογικός Νόμος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση 1ου και 2ου βαθμού που φέρνει η κυβέρνηση. Ένας εκλογικός Νόμος που δύσκολα θα διακρίνει κάποιος υγιώς σκεπτόμενος και γνώστης του χώρου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σημαντικά θετικά στοιχεία. Εκείνοι που πιθανότατα νιώθουν ικανοποίηση, αλλά κι αυτοί όχι για το σύνολο των αλλαγών που φέρνει ο νέος εκλογικός Νόμος, είναι οι νυν Περιφερειάρχες και Δήμαρχοι που βλέπουν ως χαμηλό εμπόδιο το ποσοστό του 43% για να γίνουν οι απόλυτοι κυρίαρχοι της επόμενης μέρας, όπου μάλιστα η θητεία θα είναι 5ετής (!).
Το πρώτο ‘τρωτό’ σημείο που μπορεί να επισημάνει κανείς στο σχέδιο του νέου εκλογικού Νόμου είναι ο χρόνος που έρχεται προς διαβούλευση και ψήφιση. Ενώ οι επόμενες εκλογές θα διενεργηθούν το 2023, η κυβέρνηση φέρνει το νέο εκλογικό Νόμο προς ψήφιση, πριν πραγματοποιηθεί η νέα καταγραφή πληθυσμού που είναι προγραμματισμένη για το 2021 και αναμένεται να γίνει το Β’ εξάμηνο του έτους (σ.σ. υπάρχει και η σκέψη εάν δεν υποχωρήσει η πανδημία να πραγματοποιηθεί το 2022). Όπως και να’ χει αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει η πλήρη εικόνα του πληθυσμού, ανά περιοχή αλλά και συνολικά για να μπορεί ο Νομοθέτης να προχωρήσει στις απαραίτητες προσαρμογές. Έτσι λαμβάνονται υπόψη τα πληθυσμιακά στοιχεία του 2011…
Το δεύτερο αρνητικό σημείο κατά τη γνώμη μας, το οποίο μάλιστα προβάλλεται από την κυβέρνηση και ως θετική αλλαγή είναι η κατάργηση της απλής αναλογικής. Η τελευταία ευκαιρία να καλλιεργηθεί στα Περιφερειακά και Δημοτικά Συμβούλια, και γενικότερα στις τοπικές κοινωνίες, κουλτούρα συνεργασιών και συνεννοήσεων χάνεται για χάρη της περιβόητης και πολυπόθητης για πολλούς, κυβερνησιμότητας.
Η τρίτη αρνητική συνέπεια που φέρνει ο νέος εκλογικός Νόμος είναι η μείωση κατά 20% μεσοσταθμικά, του αριθμού των Περιφερειακών και δημοτικών Συμβούλων. Με τον τρόπο αυτό μειώνονται δραστικά τα άτομα που θα ασχολούνται με τα κοινά με ότι αυτό συνεπάγεται σε πλουραλισμό ιδεών και την ποιότητα της Δημοκρατίας. Μάλιστα με δεδομένο ότι προβλέπεται πως η παράταξη που θα συγκεντρώσει το 43% των ψήφων θα καρπώνεται και τα 3/5 των εκλεγμένων συμβούλων, ουσιαστικά συρρικνώνει δραστικά την αντιπολίτευση και την κριτική στο έργο της διοίκησης. Αντιπολιτευόμενες παρατάξεις που θα συγκεντρώσουν εκλογικά ποσοστά ακόμη και άνω του 10% είναι πιθανό (σε Δήμους με πληθυσμό κάτω των 30.000 κατοίκων είναι βέβαιο) να εκλέξουν μόνο έναν δημοτικό σύμβουλο. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει μία, μικρή έστω, ομάδα εργασίας από 2-3 εκλεγμένα άτομα, τα οποία θα μπορούν να λειτουργήσουν συλλογικά και να φέρουν καλύτερα αποτελέσματα. Όλοι ξέρουμε άλλωστε ότι για τα περισσότερα μέλη των περιφερειακών δημοτικών παρατάξεων που δεν καταφέρνουν να εκλεγούν, το ενδιαφέρον τους για τα κοινά ατονεί μετά τις εκλογές, ή τουλάχιστον δεν συνεχίζεται με την ίδια ζέση κάτι που είναι σε βάρος της συμμετοχής και εν τέλει της Δημοκρατίας.
Αρνητικές συνέπειες φυσικά έχει και η εκλογή Περιφερειαρχών και Δημάρχων με ποσοστό 43%. Και μάλιστα εδώ υπάρχει το εξής οξύμωρο, πλην όμως δεικτικό της φιλοσοφίας της σημερινής κυβέρνησης. Με Νόμο που ψήφισε για τον συνδικαλισμό έθεσε το όριο των 50+1% για αποφάσεις που αφορούν την κήρυξη απεργιακών κινητοποιήσεων, τη στιγμή που για να εκλεγεί κάποιος Περιφερειάρχης ή Δήμαρχος και να διαχειριστεί δεκάδες εκατομμύρια ευρώ και τις τύχες του τόπου, χρειάζεται μόλις το 43% (!).
Σοβαρά ζητήματα τίθενται και με τις αλλαγές στην εκλογή των Τοπικών Συμβουλίων τα οποία ο νέος Νόμος θέτει υπό συρρίκνωση. Καταργεί για παράδειγμα τα Τοπικά Συμβούλια στις έδρες των Δήμων, τα οποία γνωρίζοντας καλύτερα τα προβλήματα των περιοχών τους, συνεπικουρούσαν με αποφασιστικό τρόπο το έργο της διοίκησης.
Υπενθυμίζουμε ότι έπειτα από τις έντονες αντιδράσεις της ΚΕΔΕ και των τοπικών Συμβούλων ο Υπουργός Εσωτερικών απέσυρε μία ακόμη λανθασμένη διάταξη που αφορούσε τη μείωση των εκλεγμένων εκπροσώπων των Τ.Κ. από τρία άτομα (3μελές) σε ένα (μονομελές) για κοινότητες κάτω των 500 κατοίκων κάτι που τώρα θα ισχύει μόνο για Τοπικές Κοινότητες κάτω των 300 ατόμων. Και αυτή η εξέλιξη είναι αρνητική διότι μειώνει και αποδυναμώνει τη συμμετοχή των ατόμων με τα κοινά. Βέβαια υπάρχουν και θέματα με τις αποζημιώσεις των εκπροσώπων και των μελών των Τοπικών Συμβουλίων, αλλά και τις περικοπές στις αποζημιώσεις για τις μετακινήσεις των Περιφερειακών και Δημοτικών Συμβούλων που δεν είναι ήσσονος σημασίας και οι οποίες μαζί με τις μειώσεις στα ποσοστά των εκλεγμένων μελών, δημιουργούν ένα ακόμη πιο στενό και δυσμενές πλαίσιο στη λειτουργία του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.