Γράφει η Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου*
 
Mια πολύ σημαντική απόφαση που χειρίστηκε το γραφείο μας εξέδωσε το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, που απήλλαξε πλήρως από την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών προς το  ΕΦΚΑ, την κληρονόμο της ασφαλισμένης. 
Η υπόθεση αυτή ξεκίνησε όταν η οφειλέτρια έλαβε το 2017 από το ΚΕΑΟ ατομική ειδοποίηση οφειλών σύμφωνα με την οποία έπρεπε να καταβάλει προς το ΕΦΚΑ το ποσό των 46.000 ευρώ περίπου  που αφορούσε αχρεωστητως καταβληθέντα από επιπλέον ποσά σύνταξης γήρατος που είχαν δοθεί στην αγράμματης μητέρα της τη χρονική περίοδο από 1.1.1997 έως 31.7.2015, εντόκως προς 5%. Η μητέρα είχε αποβιώσει και η ατομική ειδοποίηση κοινοποιήθηκε απευθείας στην κληρονόμο θυγατέρα της. 
Υποχρεωτικά ασκήθηκε ανακοπή και αίτηση αναστολής κατά της ατομικής ειδοποίησης του ΚΕΑΟ που και οι δύο κερδήθηκαν πανηγυρικώς. 
Παράλληλα ασκήθηκε προσφυγή κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης του ΙΚΑ. 
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την προσφυγή και το Δημόσιο άσκησε έφεση. 
Ο μοναδικός λόγος έφεσης του ΕΦΚΑ ήταν ότι εφόσον η κόρη ήταν η μοναδική κληρονόμος της αρχικής οφειλέτριας των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών,  το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε όταν έκρινε ότι η απόφαση καταλογισμού δεν ήταν ορισμένη. 
Το διοικητικό Εφετείο εξετάζοντας την έφεση και τον λόγο αυτής έκανε δεκτά τα ακόλουθα: 
Με την κρινόμενη έφεση, ζητείται παραδεκτώς να εξαφανισθεί η με αρ. 4041/2021 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της εφεσίβλητης και ακυρώθηκε η απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Β΄ Τοπικού Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. Μισθωτών Αττικής – Αθηνών - Δυτικού Τομέα. Με την τελευταία αυτή πράξη αποφασίστηκε ο καταλογισμός σε βάρος της τελευταίας, ως κληρονόμου της μητρός της, του ποσού των 46.332,98 ευρώ (κεφάλαιο : 30.976,77 ευρώ και τόκοι : 15.356,21 ευρώ) που η θανούσα είχε εισπράξει αχρεώστητα από το ΕΦΚΑ.
Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., η αναζήτηση των περιοδικών ασφαλιστικών παροχών, που είχαν καταβληθεί σε αυτόν αχρεωστήτως, χωρεί κατ' αρχήν στο όνομα των κληρονόμων του, εφόσον η εν λόγω αναζήτηση, δεν αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Στην εκδιδόμενη προς τούτο καταλογιστική πράξη πρέπει, όμως, να προσδιορίζονται ονομαστικώς οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνταξιούχου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και το ποσό της οφειλής για καθέναν από αυτούς κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας. Και τούτο, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό προσδιορίζονται επακριβώς τόσο το πρόσωπο του υπόχρεου, όσο και το ύψος της οφειλής του, περαιτέρω δε καθίσταται εφικτή η αμφισβήτηση του κύρους της πράξης αυτής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με την άσκηση προσφυγής (πρβλ. ΣτΕ 1069/2001, 3925/1986). Συνεπώς, πράξη των αρμόδιων οργάνων του Ιδρύματος, με την οποία αναζητούνται αχρεωστήτως καταβληθείσες ασφαλιστικές παροχές από κληρονόμους αποβιώσαντος συνταξιούχου άνευ μνείας του ποσού που οφείλεται από κάθε κληρονόμο ξεχωριστά, αναλόγως με την κληρονομική του μερίδα, είναι νομικώς πλημμελής, στην περίπτωση δε αυτή τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 περ. β του Κ.Δ.Δ., να ακυρώσουν την εν λόγω πράξη και δεν δύνανται να την τροποποιήσουν, καθορίζοντας, το πρώτον αυτά, τα πρόσωπα των υπόχρεων και το ύψος της οφειλής για καθέναν από αυτούς.
 Επειδή, περαιτέρω, κατά γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, δεν είναι επιτρεπτή η μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου ανάκληση ευνοϊκών για τους ασφαλισμένους πράξεων των ασφαλιστικών οργανισμών, έστω και παρανόμων, από τις οποίες οι ασφαλισμένοι απέκτησαν, καλόπιστα, δικαιώματα. Η εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής τελεί υπό την βασική προϋπόθεση ότι οι ευνοϊκές αυτές πράξεις εκδόθηκαν χωρίς να υπάρχει κακόπιστη συμπεριφορά, ενέργεια ή παράλειψη του ασφαλισμένου που ωφελήθηκε έναντι του συγκεκριμένου ασφαλιστικού οργανισμού. Περαιτέρω, η ανάκληση διοικητικής πράξης σε χρόνο μικρότερο της πενταετίας από την έκδοσή της θεωρείται ότι γίνεται εντός ευλόγου χρόνου. Η διάταξη αυτή δεν ορίζει, πάντως, ότι μετά την πάροδο της πενταετίας η ανάκληση γίνεται πέραν του ευλόγου χρόνου και ότι, επομένως, απαγορεύεται. Το ζήτημα, όμως, κατά πόσο η πάροδος ορισμένου χρόνου από την έκδοση της διοικητικής πράξης υπερβαίνει ή όχι τον εύλογο χρόνο κρίνεται εκάστοτε από το δικαστήριο αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Εξάλλου, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης– γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης– η αναζήτηση, από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξή τους, αν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος, όμως, τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των πιο πάνω παροχών επιτρέπεται μόνον εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε, κατά την είσπραξή τους, σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς. Αντιθέτως, επιβάλλεται η αναζήτηση των ποσών αυτών αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, εκτός αν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμως πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές επικαλεστεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στον ασφαλιστικό οργανισμό θα είχε ως συνέπεια τον σοβαρό κλονισμό της οικονομικής του κατάστασης.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτουν τα ακόλουθα : Η εφεσίβλητη είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητρός της, η οποία απεβίωσε το 2015. Στην τελευταία, με απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Αγίων Αναργύρων, απονεμήθηκε σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της, από 1.8.1990. Εν συνεχεία, με αίτησή της, η ανωτέρω αιτήθηκε από το εκκαλούν σύνταξη λόγω γήρατος, χωρίς να δηλώσει την προηγούμενη από 30.7.1990 συνταξιοδότησή της από το Ι.Κ.Α.. Με απόφαση του Διευθυντή του εκκαλούντος, της απονεμήθηκε κύρια σύνταξη λόγω γήρατος από 21.3.1996. Μετά το θάνατό της εκδόθηκε απόφαση Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ιλίου – Αγίων Αναργύρων του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., με την οποία καταλογίσθηκαν σε βάρος των νομίμων κληρονόμων της ως άνω αποβιωσάσης συνταξιούχου, εντόκως προς 5%, τα επιπλέον ποσά των συντάξεων λόγω γήρατος, τα οποία η τελευταία είχε εισπράξει αχρεώστητα από το Ι.Κ.Α. τη χρονική περίοδο από 1.1.1997 έως 31.7.2015. Επίσης, με την απόφαση αυτή ορίσθηκε ότι η ανωτέρω οφειλή θα εισπραχθεί εφάπαξ ή σύμφωνα με τις διατάξεις περί Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), και ο υπολογισμός του οφειλόμενου ποσού θα γινόταν από το αρμόδιο Κέντρο Πληρωμής, διατάχθηκε δε η κοινοποίηση αυτής στους νομίμους κληρονόμους της θανούσας συνταξιούχου. Κατά της απόφασης αυτής, η εφεσίβλητη, στην οποία κοινοποιήθηκε η ανωτέρω απόφαση, άσκησε ενώπιον της αρμόδιας Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) ένσταση με την οποία ζήτησε την ακύρωσή της προβάλλοντας: α) ότι η μητέρα της ήταν αγράμματη και ήταν ασθενής από εγκεφαλική αιμορραγία και πνευμονικό οίδημα την 16.5.1995, εξήλθε δε από την κλινική την 30.12.1995 με μερική αποκατάσταση της κίνησης και της ομιλίας της, β) μετά το θάνατό της έμεινε η ίδια μόνη κληρονόμος αλλά ουδέποτε διαχειρίσθηκε τα εν λόγω ποσά σύνταξης, αφού η μητέρα της, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, διέμενε σε οίκο ευγηρίας, ενώ η τυχόν αναζήτηση από την ίδια των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σύνταξης θα της προκαλέσει τεράστια οικονομική ζημία. Η Τ.Δ.Ε. του Ε.Φ.Κ.Α. του Β΄ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Αττικής – Αθηνών – Δυτικού Τομέα, με την απόφασή της, απέρριψε ομόφωνα την ανωτέρω ένσταση ως αβάσιμη. Εν τω μεταξύ, κατόπιν αιτήματος της Υπηρεσίας, εκδόθηκε έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος Πληρωμής Συντάξεων του ίδιου ως άνω Υποκαταστήματος, το οποίο προσδιόρισε την οφειλή της εφεσίβλητης από τον καταλογισμό της διπλοσυνταξιούχου μητέρας της, στο ποσό των 46.332,98 ευρώ (κεφάλαιο : 30.976,77 ευρώ και τόκοι : 15.356,21 ευρώ). Με την προσφυγή της, η εφεσίβλητη ζήτησε την ακύρωση της ανωτέρω απόφασης προβάλλοντας ότι, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, προϋπόθεση για την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών ασφαλιστικών παροχών από τρίτα πρόσωπα, όπως είναι η ίδια, η οποία τυγχάνει μοναδική εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος της θανούσας συνταξιούχου μητέρας της, είναι η ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο του τρίτου, η οποία θα πρέπει να βεβαιώνεται με σχετική αιτιολογημένη κρίση, γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αναφερόταν τεκμηριωμένα ότι αυτή γνώριζε για τις ανωτέρω αναφερθείσες ενέργειες της μητέρας της. Σε κάθε δε περίπτωση, η εφεσίβλητη προέβαλε ότι η ίδια δεν τελούσε σε γνώση, ούτε επεδίωκε, ούτε συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη των εν λόγω ποσών αλλά και ότι δεν συνέτρεχε δόλος ούτε στο πρόσωπο της αποθανούσας μητέρας της, η οποία ήταν αγράμματη, γεγονός που βεβαιώνεται και στην αστυνομική της ταυτότητα, ενώ, επιπλέον, την 16.5.1995 εισήχθη στο νοσοκομείο με εγκεφαλική αιμορραγία και πνευμονικό οίδημα, από το οποία εξήλθε στις 30.12.1995, ήτοι 7 μήνες αργότερα, με μερική αποκατάσταση της ομιλίας και της κίνησής της. Επομένως, ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη, ότι κατόπιν των ανωτέρω και της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας της, η μητέρα της ουδεμία γνώση είχε ότι δεν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την είσπραξη της σύνταξής της λόγω γήρατος και ότι όφειλε να ενημερώσει το ΙΚΑ ότι εισέπραττε και άλλη σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της, άλλωστε στην αίτησή της προς το εκκαλούν, δεν δηλώθηκε ορθώς ότι ελάμβανε κι άλλη σύνταξη, όμως στα εγχειριζόμενα δικαιολογητικά που συνόδευαν την ως άνω αίτηση είχαν συμπεριληφθεί τόσο αντίγραφο της απόφασης του Διευθυντή του εκκαλούντος με την οποία η μητέρα της είχε δικαιωθεί σύνταξης χηρείας, όσο και αντίγραφο του εντύπου Ε1 προς τη Δ.Ο.Υ. Αγίων Αναργύρων, οικονομικού έτους 1994, στο οποίο είχαν δηλωθεί ποσά από συντάξεις,. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη προέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αόριστη και αναιτιολόγητη, καθώς η κρίση για τη συνδρομή του δόλου τόσο στο πρόσωπο της μητέρας της, όσο και στο δικό της δεν αιτιολογείτο ειδικώς, και τέλος, ότι η αναζήτηση από την ίδια των καταλογισθέντων στην αποθανούσα μητέρα της, ποσών, θα επέφερε σε αυτήν δυσμενείς οικονομικές και προσωπικές συνέπειες ενόψει του ότι τα εισοδήματά της επαρκούν μόλις και μετά βίας για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών της οικογένειάς της, δεδομένου ότι ο υιός της, ενήλικος πλέον, δεν εργάζεται, ενώ, στα έξοδα της οικογένειας, περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων οι φορολογικές υποχρεώσεις της ίδιας και του συζύγου της, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., οι ασφάλειες αυτοκινήτων και κατοικίας τους, οι δόσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά και τα υπόλοιπα καρτών και τέλος, η κάλυψη των καθημερινών αναγκών. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) αντικείμενο της κληρονομίας αποτελεί και η έναντι κληρονομουμένου αξίωση ασφαλιστικού οργανισμού προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών ασφαλιστικών παροχών, β) ο καταλογισμός μετά το θάνατο του αχρεωστήτως λαβόντος πρέπει να γίνεται σε βάρος των κληρονόμων του και με καθορισμό τόσο των συγκεκριμένων κληρονόμων που καταλογίζονται, όσο και του ποσού που οφείλει ο καθένας κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, και γ) εν προκειμένω, με την απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Ιλίου – Αγίων Αναργύρων καταλογίστηκαν για οφειλή, αορίστως οι νόμιμοι κληρονόμοι της - αποβιώσασας στις 7.7.2015 - αχρεωστήτως λαβούσης, χωρίς αυτοί να κατονομάζονται στο σώμα της ως άνω απόφασης, ενώ, εξάλλου, στην ίδια απόφαση δεν προσδιοριζόταν το ύψος της υποχρέωσης καθενός από αυτούς, κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας (με αναφορά ενδεχομένως σε πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών της κατά το χρόνο του θανάτου της ή σε τυχόν δημοσιευθείσα διαθήκη αυτής), έκρινε ότι η προαναφερθείσα καταλογιστική απόφαση ήταν άκυρη, ως νομικώς πλημμελής, η δε ακυρότητα αυτή λαμβανόταν αυτεπαγγέλτως υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 περ. β΄ του Κ.Δ.Δ., προκύπτουσα από την εν λόγω απόφαση και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να ακυρωθεί στο σύνολό της για το λόγο αυτό, κάνοντας δεκτή την προσφυγή.
Με την κρινόμενη έφεση, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και πρέπει να εξαφανισθεί καθώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε σωστά τις σχετικές διατάξεις ενώ περαιτέρω δεν ερμήνευσε σωστά και τα πραγματικά περιστατικά. Πιο συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί δεδομένου ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε αμφισβήτησε την ιδιότητά της ως μοναδικής κληρονόμου της αποβιωσάσης μητρός της. Ως εκ τούτου μη νομίμως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της εφεσίβλητης κρίνοντας ότι η απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ιλίου – Αγ. Αναργύρων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. με την οποία αποφασίστηκε ο καταλογισμός σε βάρος της τελευταίας, ως κληρονόμου της μητρός της, των επιπλέον ποσών σύνταξης γήρατος τα οποία, η θανούσα είχε εισπράξει αχρεώστητα από το εκκαλούν, τη χρονική περίοδο από 1.1.1997 έως 31.7.2015, εντόκως προς 5%, ήταν άκυρη ως νομικώς πλημμελής επειδή καθορίστηκαν αορίστως οι κληρονόμοι της αποβιώσασας. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι βάσιμος και πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο, δικάζοντας επί της προσφυγής και λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι με την απόφαση του Διευθυντή του καθού, απονεμήθηκε κύρια σύνταξη λόγω γήρατος στην μητέρα της προσφεύγουσας από 21.3.1996 ενώ η απόφαση Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ιλίου – Αγίων Αναργύρων του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., με την οποία καταλογίσθηκαν σε βάρος των νομίμων κληρονόμων της ως άνω αποβιωσάσης συνταξιούχου, εντόκως προς 5%, τα επιπλέον ποσά των συντάξεων λόγω γήρατος, τα οποία η τελευταία είχε εισπράξει αχρεώστητα από το Ι.Κ.Α. τη χρονική περίοδο από 1.1.1997 έως 31.7.2015, εκδόθηκε πέραν της πενταετίας με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή, ενόψει του μακρού χρονικού διαστήματος μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης με την προσβαλλόμενη απόφαση, β) ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει δόλος της προσφεύγουσας και συμμετοχή της στην είσπραξη των αχρεωστήτως από την θανούσα μητέρα της ποσών και γ) ότι το ετήσιο εισόδημα της προσφεύγουσας όπως προκύπτει από τα φορολογικά στοιχεία που προσκόμισε δεν είναι επαρκές για να καλύψει αξιοπρεπώς τόσο τις ανάγκες διαβίωσης όσο και το καταλογισθέν ποσό 46.332,98 ευρώ, που ήδη με τις προσαυξήσεις έχει ξεπεράσει τις 85.000 ευρώ, με αποτέλεσμα η επιστροφή από αυτήν των ποσών της σύνταξης που έλαβε η μητέρα της κατά το τελευταίο αυτό χρονικό διάστημα να της προξενήσει ιδιαιτέρως δυσμενείς οικονομικές συνέπειες κρίνει ότι ο καταλογισμός σε βάρος της προσφεύγουσας του προαναφερόμενου ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεως, παρίσταται μη νόμιμος και ως εκ τούτου ακυρώνει στην ουσία την απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Β΄ Τοπικού Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. Μισθωτών Αττικής – Αθηνών - Δυτικού Τομέα, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της προσφεύγουσας κατά της απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ιλίου – Αγ. Αναργύρων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.
 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΧΡ.  ΜΗΛΙΟΥ 
                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
            Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή
     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950
                    e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.
        www.legalaction.gr, fb: Αναστασία Μήλιου
 

Γράφει η Δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου

Οι τράπεζες και τα fundsαρκετά χρόνια τώρα επιδίδονται σε έναν αγώνα καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων που είναι σε καθυστέρηση και εν συνεχεία στην έκδοση δγης πληρωμής, που αποτελεί το εναρκτήριο βήμα για την κατάσχεση της ακινητης περιουσίας των οφειλετών και τελικά των πλειστηριασμό των ακινητών τους δηλαδή την απώλεια των περιουσιακών τους στοιχείων.

Μια απλή κίνηση που μπορούν να κάνουν οι οφειλέτες για να ταλαιπωρήσουν τους δανειστές και που στην πορεία δύναται να τους σώσει και την ακίνητη περιουσία τους από τον πλειστηριασμό είναι η προσβολή της καταγγελίας του δανείου.

Ποια είναι η καταγγελία του δανείου και πώς γίνεται:

Όταν ο οφειλέτης καθυστερήσει την εξυπηρέτηση τριών δόσεων του δανείου του, η τράπεζα έχει το δικαίωμα να προβεί σε μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Αυτό γίνεται με ένα απλό εξώδικο περίπου μιας σελίδας που ο οφειλέτης λαμβάνει με δικαστικό επιμελητή, το οποίο με το περιεχόμενο του, ενημερώνει τον οφειλέτη για την καθυστέρηση πληρωμής των δόσεων, το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και ότι η τράπεζα ή το fund από μια συγκεκριμένη ημερομηνία έχει κλείσει τον λογαριασμό πληρωμής του δανείου. Από την ημερομηνία της καταγγελίας και μετά, ο οφειλέτης δεν μπορεί να καταθέσει χρήματα στον λογαριασμό του δανείου κι αν αυτά κατατεθούν κανονικά παραμένουν εκεί χωρίς να υπολογίζονται στο οφειλόμενο ποσό.

Όπως ειπώθηκε ανωτέρω, η τράπεζα ή το fundστέλνει ένα απλό εξώδικο μίας περίπου σελίδας προς τον οφειλέτη, το οποίο φέρεται να υπογράφει κάποιος είτε υπάλληλος της τράπεζας ή του fund ή δικηγόρος και με τον τρόπο αυτό, προβαίνει στην μονομερή πράξη καταγγελίας της σύμβασης.

Σύμφωνα όμως με τις ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αποτελούν και βασικές αρχές γενικού δικαίου, οι οποίες έχουν ξεχαστεί και πάψει να εφαρμόζονται, η διαδικασία για μια μονομερή καταγγελία δεν είναι τόσο απλή.

Θα πρέπει να συνοδεύεται από ειδικό έγγραφο πληρεξουσίου με το οποίο το πρόσωπο που υπογράφει την καταγγελία να εξουσιοδοτείται από το νόμιμο εκπρόσωπο της τράπεζας ή του fund να προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες.

Αν δεν υπάρχει τέτοιο πληρεξούσιο, τότε ο οφειλέτης θα πρέπει να προσφύγει άμεσα σε δικηγόρο προκείμενου να κινηθεί νομικά με εξώδικη διαμαρτυρία για να ακυρώσει την καταγγελία του δανείου του.

Ειδικότερα:

Μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης δηλαδή η τράπεζα ή το fund, στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Μεταξύ των αναγκαίων και υποχρεωτικών για το υποστατό της έκδοσης δγης πληρωμής είναι και το έγγραφο της καταγγελίας.

Η καταγγελία, όπως είπαμε είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον (οφειλέτη) χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται (δηλαδή ο οφειλέτης) την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι o οφειλέτης προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία εκ μέρους προσώπου (πρόσωπο που υπογράφει την καταγγελία) που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου (τράπεζας ή fund), μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για το λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη δηλαδή η καταγγελία είναι άκυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως της καταγγελίας πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Πρακτικά να επιδοθεί νέο εξώδικο με νέα ημερομηνία καταγγελίας και με επισυναπτόμενο πληρεξούσιο έγγραφο.

Το οφειλέτης εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η καταγγελία την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Το καλύτερο θα ήταν η απόκρουση της καταγγελίας να γίνει μέσα σε ένα μήνα με εξώδικη διαμαρτυρία, αλλά χωρίς αυτό να είναι απόλυτο και δεσμευτικό.

Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία της καταγγελίας που επιχειρείται χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν πράγματι υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων (τράπεζα ή fund) την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεως του (ΑΠ 139/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο ταυτόχρονα με την επίδοση της καταγγελίας, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται η καταγγελία, δηλαδή ο οφειλέτης, να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται αυτόματα ακυρότητα και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία.

Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί ο οφειλέτης, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπο του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (βλ. Φ. Δωρή σε Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, Αστικό Κώδικα τόμο I υπό το άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, ΑΠ 139/2016, ΕφΔυτΜακ 3/2019 όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή στην δεύτερη περίπτωση, ο οφειλέτης θα πρέπει να προβεί στην προσβολή της καταγγελίας μέσω άσκησης ανακοπής που θα συζητηθεί στο Δικαστήριο και τότε μεχρι την ακροαματική διαδικασία η τράπεζα θα πρεπει είτε να προσκομίσει το ήδη υπάρχον πληρεξούσιο που θα καλύπτει την ημερομηνια της καταγγελίας ή με την παρουσία του διαδικου στο ακροατήριο που θα νομιμοποιεί αυτόν που υπέγραψε την καταγγελία.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής εννοείται ότι μπορεί να προβληθεί και σε άσκηση αίτηση αναστολής, η οποία συζητείται γρήγορα και προστατεύει το ακίνητο από πλειστηριασμό και κατάσχεση στην περίπτωση που γίνει δεκτή.

        Σε ανάλογη λοιπόν υπόθεση ο οφειλέτης ισχυρίστηκε με το δικόγραφο της ανακοπής του, ότι η καταγγελία από την αντίδικο τράπεζας, της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης είναι άκυρη, διότι δεν υπογράφηκε από τα αρμόδια όργανα της καθ' ης, αλλά από δύο πρόσωπα, χωρίς, την επίδειξη του σχετικού έγγραφου πληρεξουσίου, δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκαν αυτά να προβούν για λογαριασμό της στην επίμαχη καταγγελία, παρά το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε τούτο από τον ίδιο με εξώδικη δήλωση του. Συνεπεία της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

Ο οφειλέτης απέστειλε στην καθ' ης η ανακοπή, εξώδικη διαμαρτυρία με την οποία πρόβαλε μεταξύ άλλων την ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της σύμβασης, λόγω της μη ύπαρξης και   επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου των υπογραφουσών, αυτή δύο προσώπων. Η καθ' ης τράπεζα δεν απάντησε άμεσα στην εξώδικο αυτή δήλωση, ενώ στο μεταξύ ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε ο αιτών - ανακόπτων να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό. Στην συνέχεια η τράπεζα, ως απάντηση στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση του αιτούντος, με την οποία τούτος αμφισβήτησε το κύρος της καταγγελίας, του επέδωσε εξώδικη δήλωση της, με την οποία του κοινοποίησε πληρεξούσιο με το οποία χορηγήθηκε στις υπογράφουσες την ανωτέρω αναφερόμενη καταγγελία, η εντολή να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, καθώς και να υπογράφουν και να κοινοποιούν νόμιμα τις σχετικές εξώδικες δηλώσεις, σε κάθε δε περίπτωση, κατήγγειλε εκ νέου τη σύμβαση δανείου.

      Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι, η αρχική εξώδικη δήλωση - καταγγελία, κατά πρώτον, δεν υπογράφτηκε από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ' ης, αφού στις υπογράφουσες δόθηκε η εντολή όπως προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων δανείου, μεταγενέστερα και κατά δεύτερον, κατά το χρόνο αυτής, δεν επιδείχθηκε στον ανακόπτοντα το πληρεξούσιο έγγραφο βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν αυτές να προβούν για λογαριασμό της καθ' ης στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τον πιστούχο οφειλέτη η πληρεξουσιότητα αυτή. Η αντίδραση εξάλλου του πιστούχου ήταν άμεση, εντός έξι (6) ημερολογιακών ημερών και οπωσδήποτε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί σε βάρος του η διαταγή πληρωμής, γνωστοποιώντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκρούει την καταγγελία ως άκυρη λόγω ελλείψεως της κατά νόμο πληρεξουσιότητας. Επομένως, επήλθε πράγματι η ακυρότητα της καταγγελίας, διότι η εντός εξαημέρου απόκρουση της πληροί, αναμφισβήτητα, την έννοια της, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αντιδράσεως, αφού το ανωτέρω χρονικό διάστημα κρίνεται απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνα του κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξεως της καταγγελίας. Ενόψει δε τούτων, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός δεν καταγγέλθηκαν και συνεπώς το κατάλοιπο αυτού δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας διαταγή πληρωμής. Τούτο, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερα χορηγήθηκε στις υπογράφουσες η πληρεξουσιότητα να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, διότι, σε περίπτωση απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι απολύτως άκυρη και δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση, επέρχεται, δε, ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα.

      Σημειώνεται, δε, ότι, παρά το γεγονός πως η καθ' ης προέβη νομίμως σε νέα, έγκυρη και ισχυρή καταγγελία εντούτοις δεν στήριξε σε αυτήν την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, παρά το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είχε ακόμη εκδοθεί και μπορούσε ευχερώς να το πράξει, επομένως, αφού η επίδικη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε σε άκυρη καταγγελία, η επίμαχη οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.

Το δικαστηριο δεχόμενο τα ανωτέρω έκανε δεκτή την ανακοπή του οφειλέτη και ακύρωσε την δγη πληρωμής της τράπεζας.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

           Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή

     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950

                   e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.">natmil@otenet.gr

       www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

Γράφει η δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου

Μια δημόσια διαθήκη η οποία συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου είναι δύσκολο να ακυρωθεί διότι επέχει μια μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς την φύλαξη των τυπικών προϋποθέσεων, της γνησιότητας της κ.τλ.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που ακόμα και αυτές οι δημόσιες διαθήκες που θεωρούνται πιο ασφαλείς και πιο ισχυρές να ακυρώνονται ως προς το περιεχόμενο τους εξαιτίας της ψυχικής κατάστασης του διαθέτη και της ανικανότητάς του να διακρίνει την σημασία του περιεχόμενου της διαθήκης, της βούλησής του, των συνεπειών των πραξεών του κ.τ.λ

            Η ανικανότητα ως προς την σύνταξη της διαθήκης μπορεί να αποδειχθεί για κάποιον που είναι μακροχρόνια άρρωστος και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ισχυρή που περιορίζει και επηρεάζει σημαντικά την αντίληψή του. Δεν είναι υποχρεωτικό δηλαδή, να υπάρχει ψυχιατρική πάθηση αλλά και σωματική που λόγω της φαρμακευτικής αγωγής επηρεάζει την πνευματική ικανότητα και αντίληψη.

Επίσης σημαντικό στοιχείο στην συγκεκριμένη απόφαση είναι η απαλλαγή της συμβολαιογράφου από κάθε ευθύνη ως προς την αντίληψη της έλλειψης ικανότητας του διαθέτη, η οποία ήταν εμφανής αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι ο συμβολαιογράφος δεν διαπιστώνει, ούτε κρίνει αν κάποιος είναι ή όχι ψυχικά και πνευματικά ικανός για δικαιοπραξία.

Μια τέτοια περίπτωση θα εξετάσουμε κατωτέρω και θα δούμε αναλυτικά τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν το δικαστήριο στην κρίση του για ανικάνοτητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη λόγω διανοητική και ψυχικής διαταραχής και έλλειψης βούλησης.

Ολική ακυρότητα μιας διαθήκης επιφέρει, μεταξύ άλλων, η έλλειψη ικανότητας του διαθέτη για σύνταξη διαθήκης λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Στην περίπτωση αυτή η διαθήκη είναι άκυρη όταν :

1) ο διαθέτης έχει περιέλθει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης σε διανοητική ή ψυχική διαταραχή,

2) η διαταραχή αυτή έχει προκαλέσει παρεμπόδιση του ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης του,

3) έχει επέλθει αποφασιστική επιρροή της βούλησης του, ήτοι σημαντική μείωση της ικανότητας περί αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας από τον διαθέτη και

4) η ανικανότητα αυτή υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνταξης της διαθήκης, που στην περίπτωση της δημόσιας διαθήκης αρχίζει από την προφορική δήλωση του διαθέτη ενώπιον του συμβολαιογράφου και των παριστάμενων μαρτύρων της τελευταίας του βούλησης μέχρι και την υπογραφή της συνταχθείσας πράξης.

Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων.

Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές και πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση.

Έτσι έχει κριθεί ότι μία γενικευμένη καρκινωμάτωση με πολλαπλές μεταστάσεις σε άλλα ζωτικά όργανα του σώματος συνοδεύεται από ψυχολογικές και παθολογικές διαταραχές του ασθενούς, οι οποίες σε συνδυασμό με τη ληφθείσα φαρμακευτική αγωγή δύνανται να επιφέρουν διαταραχές στο επίπεδο της συνείδησης, να δημιουργήσουν κατάσταση νοητικής σύγχυσης, μειωμένη ικανότητα εστίασης και διατήρησης της προσοχής, διαταραχές του χωροχρονικού προσανατολισμού και έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών με κυμαινόμενη πορεία και εναλλαγές σε διέγερση και καταστολή. Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής δεν συνεργάζεται και χορηγούνται συνήθως σε αυτόν ψυχοτρόπα φάρμακα ως συνέπεια της σωρευτικής δυσμενούς επίδρασης της νόσου σε αυτόν. Η κακή πνευματική και ψυχική κατάσταση του ως άνω ασθενούς αποτυπώνεται και στη χάραξη της γραφής και υπογραφής του στη διαθήκη του, όταν αυτή συντάσσεται υπό τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες της υγείας του, αφού αυτές εκφέρονται συνήθως με κοπιώδη και παθολογική χάραξη λόγω της ως άνω δυσμενούς κλινικής του εικόνας και της μη επαρκούς ικανότητας του να συγκρατήσει τη γραφίδα.

Εξάλλου, πρέπει να συνεκτιμάται σε κάθε περίπτωση αν και σε ποιο βαθμό οι συνεχείς νοσηλείες του διαθέτη και η εκτεταμένη λήψη συγκεκριμένης φαρμακευτικής αγωγής από αυτόν αλλοιώνει και αποδιοργανώνει την προσωπικότητα του, ώστε να αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς, ενώ σημαντικό στοιχείο αποτελεί σε προσβαλλόμενο από καρκίνο ασθενή αν αυτός έχει συντάξει τη διαθήκη του σε χρόνο που είχε διακόψει την έως τότε χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία στην οποία υποβαλλόταν και αν τότε εμφάνιζε η υγεία του επιδείνωση.

Κατά το νόμο απαιτείται απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη και όχι ύπαρξη συγκεκριμένης πνευματικής ή ψυχικής ασθένειας ή νόσου, εξαιτίας προφανώς του ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικά όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή, όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Συνεπώς, η διαταραχή αυτή δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε συγκεκριμένη μόνο πάθηση του διαθέτη, αλλά αρκεί να διαγιγνώσκεται εκ της συνολικής ψυχικής και πνευματικής κατάστασης αυτού. Επίσης, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου, αλλά αρκεί η θόλωση της διάνοιας του δηλούντος από κάποιο νοσηρό ή μη αίτιο, η οποία να επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του και εντεύθεν αδυναμία του να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δήλωσής του. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο στάδιο δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαριά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαία η απόδειξη της κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή λόγω της διάρκειάς της.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Συμβολαιογράφων ο συμβολαιογράφος οφείλει:

α) να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη και

β) να ασκεί τα καθήκοντα του ευσυνείδητα και αμερόληπτα, εξηγώντας στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και τα δικαιώματα που έχουν από τις πράξεις που καταρτίζονται και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών.

Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει αφενός ότι στα περιγραφόμενα καθήκοντα του συμβολαιογράφου δεν περιλαμβάνεται η διαπίστωση της νοητικής ή ψυχολογικής κατάστασης αυτών που προβαίνουν ενώπιόν του σε δήλωση βούλησης, αφετέρου ότι στα στοιχεία που πρέπει να περιέχει κάθε συμβολαιογραφικό έγγραφο δεν περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της πνευματικής ή ψυχικής κατάστασης του δικαιοπρακτούντος, ήτοι ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση δικαιοπρακτικής ανικανότητας. Συνεπώς, ο συμβολαιογράφος που συντάσσει δημόσια διαθήκη δεν είναι αρμόδιος να βεβαιώσει αν αυτός που προβαίνει σε δήλωση βούλησης είχε (ή δεν είχε) συνείδηση των πράξεών του ή αν βρισκόταν (ή δεν βρισκόταν) σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε ή δεν περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Αν, ωστόσο, βεβαιώσει τα ανωτέρω, η βεβαίωση αυτή συνιστά υποκειμενική κρίση και αντίληψη αυτού, η οποία δεν εμποδίζει την απόδειξη της ανικανότητας του διαθέτη, χωρίς να απαιτείται να προσβληθεί η διαθήκη για πλαστότητα.

Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις το δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: Ο διαθέτης και εν συνεχεία αποβιώσας, πατέρας των εναγόντων, απεβίωσε συνεπεία μεταστάσεων στον πνεύμονα από καρκίνο του παχέος εντέρου και καρδιοπνευμονική ανακοπή. Κατά το χρόνο του θανάτου του πλησιέστεροι συγγενείς αυτού ήταν οι ενάγοντες, μοναδικά τέκνα αυτού, ενώ η σύζυγος του είχε προαποβιώσει.

Το 2016 η Συμβολαιογράφος προσήλθε στην οικία του κληρονομουμένου και εκεί φέρεται ότι ο κληρονομούμενος δήλωσε προφορικά ενώπιον αυτής και τριών μαρτύρων την τελευταία του βούληση, με συνέπεια να συνταχθεί από την ανωτέρω συμβολαιογράφο δημόσια διαθήκη του ως άνω αποβιώσαντος, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής: «Επιθυμώ όταν φύγω να αφήσω στην Ν., κόρη της συντρόφου μου για 23 χρόνια, που την θεωρώ κόρη μου, το σπίτι στη Λούτσα με το χώρο που το περιβάλλει, καθώς πιστεύω ότι πρέπει να το πάρει εκείνη, αφού η μητέρα της με φρόντιζε όλα αυτά τα χρόνια και με βοήθησε και οικονομικά στο χτίσιμο του σπιτιού. Στην κόρη μου Μ. και στον γιό μου Β. που μιλήσαμε μετά από πολλά χρόνια, αφήνω το μερίδιο μου στην Ραφήνα και το κομμάτι του οικοπέδου μου στην Λούτσα από κοινού, καθώς θεωρώ ότι τους έχω εξασφαλίσει οικονομικά τα πρώτα χρόνια των γάμων τους. Τέλος θέλω να δώσω στην αδελφή μου Β. το κομμάτι του οικοπέδου στην Λούτσα επειδή με φροντίζει τους τελευταίους μήνες και θέλω να την ευχαριστήσω για αυτό. Εύχομαι τα παιδιά μου να σεβαστούν τις επιθυμίες μου».

Με τον ανωτέρω τρόπο φέρεται ότι ο κληρονομούμενος εγκατέστησε τις εναγόμενες μοναδικές κληρονόμους της ακίνητης περιουσίας που είχε στην Αρτέμιδα. Μετά το θάνατο του διαθέτη η ως άνω συμβολαιογράφος εμφάνισε την ανωτέρω διαθήκη προς δημοσίευση, με αποτέλεσμα αυτή να δημοσιευθεί και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του ως άνω δικαστηρίου.

Η πρώτη εναγόμενη, ωστόσο, είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της διαθήκης αυτής πριν τη δημοσίευση της, καθώς με την εξώδικη πρόσκλησή της, την οποία κοινοποίησε στα τέκνα του αποβιώσαντος διαθέτη, τους καλούσε να της παραδώσουν τα κλειδιά της οικίας που περιγράφεται στην ανωτέρω διαθήκη, διότι αυτή ήταν, κατά τους ισχυρισμούς της, κληρονόμος της ιδιοκτησίας αυτής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κληρονομούμενος υπεβλήθη τον Οκτώβριο του έτους 2014 σε εγκαρσιεκτομή και μετεστασεκτομή στο ήπαρ λόγω εξ αρχής μεταστατικού Ca παχέος εντέρου. Για το λόγο αυτό νοσηλεύτηκε στο Γενικό Αντικαρκινικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ», έκτοτε δε η κατάσταση της υγείας του έβαινε σταδιακά επιδεινούμενη, προς τούτο δε συνέβαλαν τόσο η υποβολή του στις απαραίτητες προς αντιμετώπιση της ως άνω νόσου χημειοθεραπείες, όσο και η λήψη εκτεταμένης φαρμακευτικής αγωγής. Συγκεκριμένα, ο κληρονομούμενος έλαβε αρχικώς από τους θεράποντες ιατρούς του ως άνω νοσοκομείου έξι (6) κύκλους Χelox και στη συνέχεια, λόγω της επιδείνωσης της προαναφερόμενης νόσου, του χορηγήθηκε συνδυασμός φαρμακευτικών σκευασμάτων. Εν συνεχεία, η θεραπεία του τροποποιήθηκε, καθ’ υπόδειξη των ιατρών του, με τη χορήγηση του συνδυασμού άλλων φαρμάκων, όμως διακόπηκε, λόγω αντίδρασης του οργανισμού του κληρονομουμένου στην οξαλιπλατίνα, αλλά και εμφάνισης λευκοεγκεφαλοπάθειας, σχετιζόμενη πιθανότατα με ένα φαρμακευτικό σκεύασμα. Ακολούθως, η θεραπεία συνεχίστηκε κανονικά μεν, πλην όμως με την εμφάνιση και πάλι σειράς επιπλοκών, όπως αναφέρεται σε ιατρικό πιστοποιητικό του Ά Παθολογικού - Ογκολογικού Τμήματος του ως άνω νοσοκομείου. Η συστηματική χημειοθεραπεία του κληρονομουμένου ξεκίνησε στο ανωτέρω νοσοκομείο το 2015 με τη λήψη φαρμάκων. Κατά την έξοδο του κληρονομουμένου από το ως άνω νοσοκομείο στις συνεστήθη σε αυτόν η λήψη διαφόρων φαρμάκων. Ακολούθως, ο κληρονομούμενος νοσηλεύθηκε στο πλαίσιο αντιμετώπισης της ως άνω νόσου στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο αρκετές φορές.

Η κλινική κατάσταση της υγείας του κληρονομουμένου ήταν στάσιμη, και σταθερή με τη σύσταση να λαμβάνει ενισχυμένη φαρμακευτική αγωγή μετά την έξοδο του από το ανωτέρω νοσοκομείο, ανάλογα με τα αποτελέσματα της γενικής εξέτασης αίματος. Η ενισχυμένη αυτή φαρμακευτική αγωγή παρέμεινε ίδια έως το 2016, οπότε και εισήχθη εκ νέου στο προαναφερόμενο νοσοκομείο και ενισχύθηκε περαιτέρω, δεδομένου ότι διαγνώσθηκαν διαταραχές στο επίπεδο της επικοινωνίας του και στην νευρολογική του εικόνα. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2016 η κατάσταση της υγείας του κληρονομουμένου άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία, η δε συνεχόμενη και αυξανόμενη φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε είχε άμεση επίδραση στην ψυχική και διανοητική του κατάσταση και στην εν γένει κλινική του εικόνα. Η ως άνω ραγδαία επιδείνωση της υγείας του κληρονομουμένου ήταν εμφανής κατά τη μετέπειτα νοσηλεία του στη «ΣΩΤΗΡΙΑ». Αναλυτικότερα, ο κληρονομούμενος εισήλθε στο ανωτέρω νοσοκομείο εμπύρετος (έως 37,7) με διαταραχή στο επίπεδο της συνείδησης και της επικοινωνίας από 24ώρου, έχοντας λάβει προ δέκα (10) ημερών την τελευταία χημειοθεραπεία. Στο ενημερωτικό σημείωμα εξόδου των ιατρών του ως άνω νοσοκομείου, αναφέρεται χαρακτηριστικά, κατά την εξέταση του νευρικού συστήματος του κληρονομουμένου όταν αυτός εισήλθε στο ως άνω νοσοκομείο, ότι επρόκειτο για ασθενή συγχυτικό, μη προσανατολισμένο σε χώρο/χρόνο, στο δε ατομικό αναμνηστικό ιατρικό του ιστορικό δεν αναφέρεται μόνο η ως άνω πάθηση του (κακοήθεια παχέος εντέρου από έτους 2004), αλλά και η αγχώδης διαταραχή. Ο κληρονομούμενος μέχρι την εισαγωγή του στο ανωτέρω νοσοκομείο «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» λάμβανε κατ' οίκον, πέραν των προαναφερομένων φαρμακευτικών σκευασμάτων που του είχαν συσταθεί να λαμβάνει και άλλα σκευάσματα.

Ο κληρονομούμενος εξήλθε του ανωτέρω νοσοκομείου χωρίς να έχει αποκατασταθεί πλήρως το επίπεδο της επικοινωνίας του και η νευρολογική του εικόνα. Εν συνεχεία εισήχθη προς νοσηλεία εκ νέου στον « ΑΓΙΟ ΣΑΒΒΑ», όπου διαπιστώθηκε κατόπιν απεικονιστικού ελέγχου των διενεργηθέντων ιατρικών εξετάσεων επιδείνωση στους πνεύμονες, στο ήπαρ και στις περιτοναϊκές εμφυσήσεις, ενώ όπως αναγράφεται στο ιατρικό σημείωμα εξόδου του ως άνω νοσοκομείου, ο κληρονομούμενος είχε νευρολογικό ιστορικό και δεν συνεργαζόταν, με συνέπεια να αποφασιστεί η διακοπή των χημειοθεραπειών του και η λήψη από αυτόν υποστηρικτικής αγωγής. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι η νευρολογική εικόνα του κληρονομουμένου κατά την προαναφερθείσα έξοδο του από το νοσοκομείο Αθηνών «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» όχι μόνο δεν είχε αποκατασταθεί πλήρως, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο διορισθείς τεχνικός σύμβουλος των εναγομένων αλλά αντιθέτως δεν είχε παρουσιάσει καμία ουσιαστική βελτίωση. Μάλιστα, στην ήδη έως τότε ενισχυμένη φαρμακευτική αγωγή του κληρονομουμένου προστέθηκε και άλλη θεραπεία και ειδικότερα ή λήψη αντιψυχωσικού φαρμάκου που περιέχει τη δραστική ουσία αλοπεριδόλη και ανήκει στην κατηγορία των ισχυρών νευροληπτικών φαρμάκων και ειδικότερα στην ομάδα των βουτυροφαινονών με μεγάλο φάσμα δράσης, ενδείκνυται δε, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις ψυχωσικών καταστάσεων, ψυχοκινητικής διέγερσης, διαταραγμένης (βίαιης ή επιθετικής) συμπεριφοράς και επί επίμονου λόξυγκα. Το Νozinan είναι νευροληπτικό φάρμακο, περιέχον τη δραστική ουσία λεβομεπρομαζίνη, παράγωγο της φαινοθειαζίνης με αντίψυχωσικές ηρεμιστικές και αναλγηπκές ιδιότητες, ανήκει στα ψυχοτρόπα και αντιψυχωσικά φάρμακα και λαμβάνεται προς αντιμετώπιση ψυχωσικών καταστάσεων και νευρώσεων και για τον έλεγχο της ψυχοκινητικής διέγερσης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο κληρονομούμενος συνέχισε να λαμβάνει έως και τον θάνατο αυτού, μεταξύ άλλων, και τα προαναφερόμενα φαρμακευτικά σκευάσματα Seropram και Neurotin, εκ των οποίων το μεν πρώτο ανήκει στην κατηγορία των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, το δε δεύτερο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της επιληψίας και του περιφερειακού νευροπαθητικού πόνου, δηλαδή πόνου μακράς διαρκείας που οφείλεται σε βλάβη των νεύρων. Ειδικότερα, το σκεύασμα Seropram χορηγήθηκε στον κληρονομούμενο τόσο προς αντιμετώπιση της κατάθλιψης, όσο και για την πρόληψη της εμφάνισης νέων καταθλιπτικών επεισοδίων, δεδομένου ότι η δραστική ουσία σιταλοπράμη που χορηγείται μέσω του ανωτέρω φαρμάκου στον ασθενή βοηθά στη διόρθωση χημικών διαταραχών στον εγκέφαλο αυτού που εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης. Με βάση την ανωτέρω εξέλιξη της υγείας του ασθενούς, η συνέχιση της λήψης των φαρμάκων Seropram και Neurotin μετά την 8-1-2016 από τον κληρονομούμενο κατόπιν σύστασης των ιατρών του Γ.Ν. «Ή ΣΩΤΗΡΙΑ», σε συνδυασμό με το σύνολο της προαναφερόμενης φαρμακευτικής αγωγής που συνέχισε να λαμβάνει αυτός μετά την έξοδο του από το ανωτέρω νοσοκομείο, καταδεικνύει ότι δεν είχε βελτιωθεί ουσιωδώς η νευρολογική του εικόνα, πολύ δε μάλλον δεν είχε αποκατασταθεί η ψυχική του υγεία, καθόσον στην περίπτωση αυτή οι θεράποντες ιατροί θα είχαν μετά βεβαιότητας είτε μειώσει τη δοσολογία των ανωτέρω σκευασμάτων, είτε θα είχαν αντικαταστήσει αυτά με άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα μειωμένης επίδρασης στην ψυχική υγεία του κληρονομουμένου, είτε θα είχαν διακόψει τη χορήγηση αυτών. Αντιθέτως, η ψυχική και διανοητική υγεία του κληρονομουμένου ήταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε λίγες ημέρες μετά, κατά τα προαναφερόμενα, να προστεθείς στη φαρμακευτική αγωγή του κληρονομουμένου, μεταξύ άλλων, το ψυχοτρόπο και αντιψυχωσικό σκεύασμα Nozinan, το οποίο δεν θα είχε χορηγηθεί στον κληρονομούμενο αν πράγματι αυτός δεν εμφάνιζε σημαντική ψυχική διαταραχή. Επίσης, ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο στην υπό κρίση περίπτωση είναι το γεγονός ότι ο κληρονομούμενος εξήλθε στις 29-2-2016 του νοσοκομείου Αθηνών «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» :

α) με οριστική διακοπή της χημειοθεραπείας που λάμβανε και

β) με οδηγίες για λήψη της ως άνω φαρμακευτικής αγωγής, η οποία, όπως χαρακτηρίζεται στο προαναφερόμενο από 30-5-2016 ιατρικό πιστοποιητικό είχε το χαρακτήρα υποστηρικτικής - ανακουφιστικής αγωγής, δηλαδή αγωγής που δεν είχε στόχο να βελτιώσει τη ψυχική και κλινική εικόνα του κληρονομούμενου, καθώς αυτή ήταν μη αναστρέψιμη, αλλά να βελτιώσει τις συνθήκες του εναπομείναντος βίου του, δεδομένου ότι αυτός διένυε το τελευταίο στάδιο της πάθησης του, η δε γενική του κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχικής και διανοητικής του κατάστασης, ήταν επιβαρυμένη.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης νευρολόγου - ψυχιάτρου κατά το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του έτους 2016 μέχρι και τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της προσβαλλόμενης δημόσιας διαθήκης, η σωματική κατάσταση του κληρονομουμένου - εμφάνιζε διαρκή επιδείνωση, ενώ η κατάσταση της ψυχικής του υγείας εμφάνιζε επιβάρυνση, ιδιαίτερα η καταθλιπτική συνδρομή, από την οποία έπασχε, καθώς και η νοητική του λειτουργία. Η φαρμακευτική αγωγή για την καρκινική νόσο είχε διακοπεί, ενώ ο κληρονομούμενος λάμβανε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα μόνο φάρμακα για τις νευροψυχιατρικές διαταραχές από τις οποίες έπασχε. Κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του Φεβρουαρίου του έτους 2016 έως και 7-3-2016 ο κληρονομούμενος αδυνατούσε να αναγνωρίσει τους ενάγοντες - τέκνα αυτού, εκδήλωνε άρνηση σίτισης και είχε πλήρη αδυναμία να γράψει ή να υπογράψει έγγραφα. Συγκεκριμένα, ο ίδιος επικοινωνούσε με τους οικείους του κυρίως μέσω απλών μονολεκτικών καταφατικών ή αρνητικών απαντήσεων, έχοντας περιορισμένη ικανότητα λεκτικής απόδοσης νοημάτων και χωρίς να έχει την ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης και επιμέλειας, των προσωπικών του υποθέσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι λίγο πριν την έξοδο του από το ανωτέρω νοσοκομείο στις 26-2-2016 ο κληρονομούμενος, έχοντας παραισθήσεις, απευθύνθηκε προς τον γαμπρό του και του είπε.: «φέρε την σκάλα να την πάμε στην ταράτσα». Παράλληλα, ο κληρονομούμενος δεν ήταν σε θέση στις 15-3-2016 να υπογράψει ούτε μία απλή υπεύθυνη δήλωση. Ο κληρονομούμενος, στις αρχές του Μαρτίου του 2016, εμφάνιζε πλέον σύγχυση, παραισθήσεις, απώλεια μνήμης και ικανότητας συγκέντρωσης, αλλά και αδυναμία σχηματισμού συγκεκριμένης κρίσης και αντίληψης. Ειδικότερα, όταν η ανωτέρω συμβολαιογράφος προσήλθε στις 7-3-2016 στην οικεία του προκειμένου να συνταχθεί ενώπιον της η ανωτέρω προσβαλλόμενη διαθήκη, απευθύνθηκε στον κληρονομούμενο πριν τη σύνταξη της διαθήκης, για να της δηλώσει τα προσωπικά του στοιχεία, μεταξύ των οποίων τη διεύθυνση της κατοικίας του και τον αριθμό του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας, ο τελευταίος της απάντησε ότι κατοικεί σε άλλη όδο από αυτήν που πράγματι κατοικούσε, καθώς και ότι ήταν κάτοχος άλλου ΔΑΤ. Περαιτέρω, ενώ ο κληρονομούμενος ήταν κατάκοιτος κατά τον ανωτέρω χρόνο και η κατάσταση της υγείας του ήταν κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερα επιβαρυμένη, φέρεται, κατά την προσβαλλόμενη διαθήκη, ότι έκανε χρήση τοπογραφικού διαγράμματος προκειμένου να προσδιορίσει τις ιδιοκτησίες του στην Αρτέμιδα Αττικής. Τα όρια των ανωτέρω ιδιοκτησιών φέρονται ότι υπεδείχθησαν τον Δεκέμβριο του έτους 2015 από τον κληρονομούμενο, ενώ πάνω στο τοπογραφικό διάγραμμα υφίσταται ενυπόγραφη βεβαίωση της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου ότι το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα προσαρτήθηκε σε συμβόλαιό της, χωρίς, ωστόσο, να αποδεικνύεται ποιο ήταν το αντικείμενο του συμβολαίου αυτού. Εντούτοις, η ψυχική και διανοητική ως άνω κατάσταση του κληρονομουμένου δεν ήταν τέτοια, ώστε να δύναται να κάνει χρήση ο ίδιος του ανωτέρω τοπογραφικού διαγράμματος, πολύ δε περισσότερο να αντιληφθεί και να διακρίνει σε αυτό τις ως άνω ιδιοκτησίες του. Επίσης, επισημαίνεται ότι η τεθείσα υπογραφή στην ως άνω δημόσια διαθήκη εκ μέρους του κληρονομούμενου δεν ομοιάζει καθόλου με τη συνήθη και με συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά στοιχεία περίτεχνη υπογραφή του, που συνήθιζε να θέτει ο ίδιος, η οποία είναι ευδιάκριτη στο τοπογραφικό διάγραμμα. Οι υπογραφές που έθεσε ο κληρονομούμενος στην προσβαλλόμενη διαθήκη, στην δεύτερη και τέταρτη σελίδα αυτής, είναι τρομώδεις, ακανόνιστου σχήματος και πορείας χάραξης και υποδηλώνουν σημαντική έκπτωση των ανώτερων γνωστικών λειτουργιών του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ακόμα και οι ανωτέρω δύο τεθείσες υπογραφές δεν ομοιάζουν μεταξύ τους, καταδεικνύει την ανικανότητα του διαθέτη να υπογράψει, αφού είναι φανερή η καταβολή ιδιαίτερης μεγάλης προσπάθειας να κατευθύνει το στυλογράφο επί του χαρτιού. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά καταδεικνύουν ότι ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δεν είχε την ικανότητα να εκφράσει προφορικά διάταξη τελευταίας βούλησης και δη με το ανωτέρω συγκεκριμένο περιεχόμενο, με λόγο δομημένο και άρτιο, προβαίνοντας μάλιστα σε χρήση και τοπογραφικού διαγράμματος, καθώς δεν είχε την απαιτούμενη προς τούτο γλωσσική και εκφραστική ικανότητα, κρίση και αντίληψη, ευρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική διαταραχή τέτοια, που δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας του, ούτε τον αριθμό του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας. Εκ των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδεικνύεται ότι το επίπεδο της νοητικής λειτουργίας του κληρονομουμένου στις 7-3-2016 ήταν σημαντικά μειωμένο όσον αφορά στο χωροχρονικό προσανατολισμό, στην προσοχή, στην αναγνώριση οικείων προσώπων, στην μνημονική ικανότητα και στη λειτουργία της κρίσης του. Η κατάσταση αυτή της ψυχοδιανοητικής λειτουργίας του συνιστά ψυχική και διανοητική διαταραχή πού τον καθιστούσε, ανίκανο για την ακριβή επίγνωση του περιεχομένου και της ουσίας της ως άνω διαθήκης, διότι περιόριζε σε αποφασιστικό βαθμό τη λειτουργία της βούλησης του.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

           Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή

     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950

                   e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.">natmil@otenet.gr

       www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

 

Γράφει η Δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου*

ToΑνώτατο Διεθνές Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε με την απόφαση τους Πολωνούς δανειολήπτες κρίνοντας ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να χρεώνουν τόσο μεγάλες αυξήσεις στις δόσεις των δανείων λόγω της αλλαγής της νομισματικής ισοτιμίας, και τους σχετικούς όρους των τραπεζών άδικους και καταχρηστικούς.

Πρακτικά τι σημαίνει αυτό για τους Πολωνούς δανειολήπτες; Μπορούν να ασκήσουν αγωγές στα πολωνικά δικαστήρια αιτούμενοι την ακύρωση της ρήτρας πληρωμής της δόσης με βάση την τρέχουσα κάθε φορά ισοτιμία, αλλά να έχουν και αξίωση αποζημίωσης από τις τράπεζες.

Πώς οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν την αρνητική για αυτές εξέλιξη; Προφανώς για να αποφύγουν μεγαλύτερες απώλειες θα προσπαθήσουν να συμβιβαστούν με τους δανειολήπτες με όρους ευνοϊκούς για τους τελευταίους και σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην δικαστική απόφαση.

Εννοείται ότι η απόφαση του ΔΕΕ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα και δεν καλύπτει του Έλληνες δανειολήπτες που καλούνται ακόμα και σήμερα να πληρώνουν υπέρογκες δόσεις για την εξυπηρέτηση των δανείων αυτών αλλά και με άληκτο κεφάλαιο που έχει κατά πολύ ξεπεράσει το ποσό που αρχικά είχαν δανειστεί.

Τι έχει συμβεί μέχρι στιγμής με την υπόθεση αυτή στα ελληνικά δικαστηρια:

Αρχικά είχαν εκδοθεί κάποιες μεμονωμένες αποφάσεις από ατομικές αγωγές στα Πολυμελή πρωτοδικεία που δικαίωναν τους δανειολήπτες. Εν συνεχεία ασκήθηκε συλλογική αγωγή κατά της EUROBANK που επίσης δικαίωσε τους δανειολήπτες και έκρινε την ρήτρα καταχρηστική. Οι ατομικές αγωγές αυξήθηκαν αλλά τα δικαστηρια δεν εξέδιδαν οριστικές αποφάσεις αλλά αναβλητικές, περιμένοντας την τελεσιδικία της απόφασης επί της συλλογικής αγωγής.

Η τράπεζα άσκησε έφεση και δικαιώθηκε στο Εφετείο. Όλα τα δικαστηρια, πρωτόδικα και δευτεροβάθμια, άρχισαν να απορρίπτουν τις ατομικές αγωγές, συντασσόμενα με την εφετειακή απόφαση. Η υπόθεση έφτασε μέχρι τον Αρειο Πάγο στην Ολομέλεια όπου και εκεί η απόφαση ήταν υπέρ των τραπεζών.

Το ευτυχές είναι ότι εκκρεμούν οι αναιρέσεις και των συλλογικών αγωγών κατά των υπολοίπων τραπεζών.

Ο Άρειος Πάγος παρέλειψε (όχι τυχαία, θεωρώ) να στείλει ερώτημα προς ΔΕΕ για το νομικό θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο, όπως θα μπορούσε ώστε να συνάδει η απόφαση του με αυτή των δικαστηρίων άλλων ευρωπαϊκων χωρών. Έτσι είμαστε από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη αυτή την στιγμή που η ρήτρα συναλλάγματος κρίνεται νόμιμη και οι τράπεζες αποκομίζουν μεγάλο κέρδος από τα δάνεια αυτά κερδοσκοπώντας, ενώ στις περισσότερες (δημοκρατικές/πολιτισμένες) ευρωπαϊκές χώρες τα δάνεια αυτά έχουν κριθεί καταχρηστικά και οι τράπεζες έχουν κληθεί να καταβάλουν και αποζημιώσεις προς τους δανειολήπτες.

Καθ’όσον όμως εκκρεμουν οι αναιρέσεις κατά των αποφάσεων των συλλογικών αγωγών σε βάρος των άλλων τραπεζών, που εκεί ίσως ο Α.Π. αναγκαστεί να στείλει ερώτημα στο ΔΕΕ και να υποχρεωθεί να συμμορφωθεί με την απάντηση του, η οποία δεν θα μπορεί να είναι διαφορετική σε σχέση με αυτή που ήταν για τις υπόλοιπες χώρες, υπάρχει κάποια ελπίδα για θετικές εξελίξεις και στην χώρα μας.

Ποιον ευνοεί αυτή την στιγμή η εξέλιξη αυτή:

Ευνοημένοι και τυχεροί κατά κάποιον τρόπο είναι όσοι δανειολήπτες είχαν ασκήσει αγωγή κατά της τράπεζας για το ελβετικό φράγκο και η απόφαση που είχε εκδοθεί δεν ήταν οριστική αλλά αναβλητική και η υπόθεση μετά τις αρνητικές τότε για τους δανειολήπτες εξελίξεις δεν προχώρησε. Αυτοί όταν και αν κάποια στιγμή αλλάξουν τα δεδομένα στην Ελλάδα, θα μπορούν να επαναφέρουν με κλήση την αγωγή τους για νέα δικάσιμο και να επιτύχουν ενδεχομένως μια θετική για αυτούς απόφαση.

Επίσης τυχεροί είναι όσοι μετά την έκδοση πρωτοδικης απορριπτικής απόφασης άσκησαν έφεση εντός της τασσόμενης προθεσμίας για να μην την χάσουν, χωρίς όμως να την προσδιορίσουν στο Εφετείο. Και αυτοί, αν υπάρξει θετική εξελιξη θα μπορούν να προσδιορίσουν την έφεσή τους και να την δικάσουν, με ευνοϊκη απόφαση.

Με βάση τα δεδομένα που έχουμε σημερα τι μπορούν να κάνουν όσοι τους πρόλαβαν οι εξελίξεις και δεν κινήθηκαν ποτέ νομικά για τα δάνεια αυτά:

Για όσα λοιπόν δάνεια καταγγελμένα ή εξυπηρετούμενα με ρύθμιση εξακολουθούν να πληρώνονται με την ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ υπάρχει η εξής δυνατότητα:

Άσκηση ατομικής αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Κατά πάσα πιθανότητα η αγωγή θα απορριφθεί στον πρώτο βαθμό από το δικαστήριο διότι οι δικαστές στην πλειοψηφία τους ακολουθούν κατά γράμμα την απόφαση του Α.Π.

Αυτό όμως θα είναι εν γνώσει του δανειολήπτη, ο οποίος θα έχει το δικαίωμα έφεσης. Ασκείται η έφεση κανονικά χωρίς όμως να προσδιοριστεί καθώς δεν είναι υποχρεωτικό.

Επομένως ο δανειολήπτης είναι μέσα στο παιχνίδι ακόμα, αφού, έχει ασκήσει την έφεση του την οποία αφήνει να «κοιμάται».

Όταν και αν υπάρξει θετική εξέλιξη στα δάνεια αυτά, θα μπορεί να την προσδιορίσει, εμπλουτίζοντας το περιεχόμενο της έφεσής του με πρόσθετους λόγους. Έτσι θα έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας την υπόθεση.

Αν για κάποιο λόγο υποχρεωθεί να δικαστεί η υπόθεση στο Εφετείο προτού υπάρξουν για αυτόν θετικές εξελίξεις, τότε θα έχει το δικαίωμα αναίρεσης.

Να σημειωθεί ότι τουλάχιστον για τα δικαστήρια Αθηνών, οι δικάσιμοι που δίνονται τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό είναι αρκετά μακρινές, που αυτό στην συγκεκριμένη περίπτωση εξυπηρετεί, αφού δίνει ακόμα περισσότερο χρονο στο να υπάρξουν θετικές εξελίξεις στο ζήτημα αυτών των δανείων.

Επισης η ασκηση μιας τακτικής αγωγής δημιουργεί εκκρεμοδικία και αυτό είναι προς το συμφέρον του δανειολήπτη για τον εξής λόγο. Αν ο δανειολήπτης έχει ασκήσει αγωγή και η τράπεζα μεταγενέστερα εκδώσει δγη πληρωμής, τότε αναλόγως και σε ποιο στάδιο βρίσκεται η εκδίκαση της αγωγής, ο δανειολήπτης θα μπορεί να κάνει ανακοπή και αίτηση αναστολής με πολλές πιθανότητες να την κερδίσει λόγω δικονομικών τυπικών παραβάσεων από πλευράς της τράπεζας.

Επομένως με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η τράπεζα να προχωρήσει ενδεχομένως και σε πλειστηριασμό ενός ακινήτου που έχει αγοραστεί με δάνειο σε ελβετικό φράγκο.

Φυσικά η προτεινόμενη λύση δεν έχει άμεσα ορατά αποτελέσματα, αλλά αν η τράπεζα που γνωρίζει πριν τον δανειολήπτη τις εξελίξεις σε αυτά τα θέματα, όπως έχει αποδειχθεί μέχρι τώρα, προλάβει να γυρίσει ένα δάνεια που πληρώνεται σε ελβετικό φράγκο, σε ευρώ, δεδομένου ότι σε πολλές δανειακές συμβάσεις προβλέπεται από όρο το δικαίωμα της να το κάνει μονομερώς, τότε ο δανειολήπτης μπορεί να μη νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή στο μέλλον.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

           Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή

     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950

                   e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.">natmil@otenet.gr

       www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

 
Γράφει η δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου*
 
Σπανίζουν πλέον οι δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν τους δανειολήπτες έναντι των καταχρηστικών συμπεριφορών των τραπεζών. Βασικός λόγος φυσικά είναι και η οικονομική δυσχέρεια των οφειλετών να προσφύγουν στην δικαιοσύνη για να διεκδικήσουν χρηματική αποζημίωση ενώ και η καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης παίζει αποτρεπτικό ρόλο.
Η συγκεκριμένη υπόθεση που θα αναλυθεί κατωτέρω ξεκίνησε με αγωγή του δανειολήπτη που κατατέθηκε το 2017 με την πρωτόδικη απόφαση να απορρίπτει την αγωγή του. Ο δανειολήπτης προσέφυγε στο Εφετείο και αυτό το 2022 τον δικαίωσε. Από την κατωτέρω απόφαση προκύπτουν αρκετά ζητήματα άξια σχολιασμού. Το πρώτο είναι η διάρκεια έκδοσης τελεσίδικης απόφασης. Η αγωγή κατατέθηκε το 2017 και εν τέλει ο ενάγων δικαιώθηκε το 2022. Το άλλο είναι η μικρή χρηματική αποζημίωση που όρισε το δικαστηριο για μια τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας και το τρίτο και βασικότερο είναι αυτή καθ’εαυτή η συμπεριφορά της τράπεζας που είναι παρόμοια σε πολλές άλλες περιπτώσεις και οδηγεί τους δανειολήπτες αν όχι στην οικονομική τους καταστροφή, τουλάχιστον σε μαρασμό και δυσχέρεια.
Ο εκκαλών δανειολήπτης το 2010 σύνηψε με την τράπεζα δανειακή σύμβαση προκειμένου να καλύψει τα έξοδα εγκατάστασης φωτοβολταϊκού συστήματος. Παράλληλα με τη σύναψη της ως άνω σύμβασης, προέβη σε σύσταση ενεχύρου προς εξασφάλιση της, εκχωρώντας τις απαιτήσεις που διατηρούσε έναντι της ΔΕΗ Α.Ε., δυνάμει της σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Από το 2012 αναγκάστηκε να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τους προστηθέντες υπαλλήλους της τράπεζας, προκειμένου να τροποποιήσει τους όρους της σύμβασης, με σκοπό να επιτύχει μείωση της δόσης εξυπηρέτησης του δανείου του με ταυτόχρονη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του.
Προς τον σκοπό αυτό συναίνεσε στην παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας σε ακίνητο ιδιοκτησίας του στη Σαλαμίνα, στο οποίο και είχε εγκατασταθεί το φωτοβολταϊκό σύστημα. Επί έξι μήνες ανέμενε την υλοποίηση της τροποποίησης των όρων δανεισμού και όταν τελικά η τράπεζα απάντησε ότι δεν ικανοποιείται από το εν λόγω ακίνητο, υπέβαλε εκ νέου το αίτημα του, προσφέροντας έτερο ακίνητο ιδιοκτησίας του. Εν συνεχεία η τράπεζα του απέστειλε εξώδικο καλώντας τον να ρυθμίσει τις οφειλές του, χωρίς ωστόσο να υφίστανται τέτοιες, καθόσον ο ίδιος ήταν ενήμερος. Ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις υπογραφής πρόσθετης τροποποιητικής πράξης της σύμβασης, ξεκίνησαν αλλεπάλληλες τηλεφωνικές οχλήσεις, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, από διαφορετικούς προστηθέντες της εναγομένης με σκοπό την ενημέρωση του για προγράμματα ρύθμισης οφειλών, αποδέκτης των οποίων πλην του δανειολήπτη υπήρξε και η μητέρα του.
Εν τέλει, κατόπιν σωρείας επιστολών και επιτόπιων μεταβάσεων σε διάφορα υποκαταστήματα της τράπεζας, ένα χρόνο μετά, ο ενάγων συναίνεσε ενώπιον Δικαστηρίου στην εγγραφή προσημείωσης επί ακινήτου ιδιοκτησίας του, χωρίς να έχει ενημερωθεί προσηκόντως για τους νέους όρους αποπληρωμής της οφειλής του. Κατόπιν η τράπεζα τον προέτρεψε να συνυπογράψει πρόσθετη πράξη με την οποία δεσμευόταν για το ύψος της οφειλής μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητα του ποσού, ενώ η πρόσθετη αυτή πράξη δεν προέβλεπε ούτε χρόνο έναρξης πληρωμής και λήξης της συμβατικής σχέσης, ούτε επιτόκιο αποπληρωμής.
Στην ως άνω συμπεριφορά της τράπεζας ο δανειολήπτης απάντησε με την απεύθυνση του στην Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καταναλωτή», υποβάλλοντας το 2014 αίτημα να ενημερωθεί εγγράφως για το σύνολο των ειδικότερων τροποποιημένων πια όρων της δανειακής του σύμβασης. Μετά από πληθώρα επιστολών από τον Συνήγορο του Καταναλωτή προς την τράπεζα, η τελευταία προέβη στην αποστολή νεότερης εξώδικης επιστολής με την οποία του δήλωνε ότι θα προβεί σε καταγγελία του δανείου και σε δικαστικές ενέργειες εναντίον του. Η τράπεζα προέβη σε παράνομες χρεώσεις συνολικού ποσού 1.500 ευρώ περίπου και πλέον συγκεκριμένα χρέωσε το λογαριασμό εξυπηρέτησης του επίδικου δανειακού προϊόντος το 2013 με «ΕΞΟΔΑ ΑΛΛΑ ΕΞΑΣΦ Δ/.», το 2014 με «ΕΞΟΔΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡ.», με «ΕΞ ΚΟΙΝ/ΣΗΣ» και με τόκους υπερημερίας για το χρονικό διάστημα της μεταξύ τους διαπραγμάτευσης.
Η ως άνω συμπεριφορά της τράπεζας, καθώς και οι συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις της δια των προστηθέντων της προς τον δανειολήπτη και την μητέρα του καθ' όλο το διάστημα της προσπάθειας εκ μέρους του να επιλυθεί συμβιβαστικά η μεταξύ τους διαφορά, προσέβαλαν την τιμή και την αξιοπρέπεια του και του προκάλεσαν ψυχική ταλαιπωρία. Με την προεκτεθείσα ανυσυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της η τράπεζα του προκάλεσε περιουσιακή ζημία. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, επικαλούμενος ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της τράπεζας, ζήτησε από το δικαστήριο αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη, συνιστάμενη στο ποσό των 1.500 ευρώ, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Μορφή παραβίασης αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού.
Επιπλέον ο νόμος για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» - και στις τράπεζες - την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» - και του ιδιώτη επενδυτή - ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει.
Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται σε άρθρα του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών».
Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή. Επομένως, οι ανωτέρω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται η αστική ευθύνη σε αποζημίωση εξαιτίας αδικοπραξίας, δε διαφέρουν από εκείνες του νομου περί προστασίας καταναλωτών, που διέπει, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις ευθύνης ένεκα παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής ήτοι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους.
Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους:
α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκόψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, 
β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, 
γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, 
δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους 
και ε) η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο γιατί μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. 
Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει αφενός η ειδικότερη υποχρέωση της τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της.
Έτσι η τράπεζα έχει υποχρέωση όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της. πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της. Αντίστοιχα ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της τράπεζας για παροχή συμβουλών σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η τράπεζα. Λόγω της σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών.
Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με το περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Η δεύτερη αφορά στην λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές «υποχρεώσεις» αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, συνεπάγεται ευθύνη του παραβάτη. Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων που διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση βέβαια της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών όσον αφορά η σχετική σύμβαση.
 Με βάση τις νομικές αυτές σκέψεις και με το ιστορικό όπου αναφέρεται περιληπτικά η παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας το δικαστηριο έκρινε ότι θα πρέπει η τράπεζα να καταβάλει στον δανειοληπτη ποσό 3.500 ευρώ ήτοι τα 1500 ευρώ που του χρέωσε παράνομα και 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή
Τηλ. 6945-028153, 213-0338950
e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.
www.legalaction.gr, fb: Αναστασία Μήλιου
 
 
 

 

Γράφει η Δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου*

Mε το άρθρο 6 του ν.4997/2022, 43/2022 εγκύκλιος e-ΕΦΚΑ, γεν. έγγραφο 75110/14-2-2023 προβλέπεται η μείωση από 20 χρόνια σε 10 χρόνια του χρόνου που έχει στη διάθεσή του ο ΕΦΚΑ προκειμένου να βεβαιώσει και να εισπράξει απαιτήσεις από ασφαλιστικές εισφορές που δεν καταβλήθηκαν.

          Προσοχή, φυσικά, γιατί ο χρόνος της παραγραφής αφορά το διάστημα από τότε που γεννήθηκε η αξίωση της οφειλής μέχρι αυτή να βεβαιωθεί από τον ασφαλιστικό φορέα και να κοινοποιηθεί στον ασφαλισμένο. Η διάταξη αυτή ωφελεί τόσο τους ελεύθερους επαγγελματίες όσο και τους εργοδότες ενώ «ανοίγει» την πόρτα προς τη συνταξιοδότηση για υποψήφιους συνταξιούχους που οφείλουν στο ΕΦΚΑ-ΚΕΑΟ.

Με διατάξεις του νόμου 4997/2022, μειώνεται ο χρόνος παραγραφής των οφειλών ασφαλιστικών εισφορών e-ΕΦΚΑ που έχει στη διάθεσή του ο e-ΕΦΚΑ προκειμένου να βεβαιώσει και να εισπράξει απαιτήσεις από ασφαλιστικές εισφορές που δεν καταβλήθηκαν, σε 10 χρόνια από 20 χρόνια που είναι σήμερα. Εάν η απαίτηση του e-ΕΦΚΑ δεν βεβαιωθεί και δεν κοινοποιηθεί στον ασφαλισμένο μέσα σε αυτό το διάστημα, η οφειλή παραγράφεται.

Η παραγραφή ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου του έτους που ακολουθεί το έτος στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία/υπηρεσία που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εάν περάσουν 10 χρόνια, εάν δηλαδή παρέλθει η 31η Δεκεμβρίου του δέκατου έτους μετά από το έτος στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία/υπηρεσία, χωρίς ο ασφαλισμένος (ή ο εργοδότης) να έχει ειδοποιηθεί με κάποιον τρόπο για την οφειλή του εντός της 10ετίας, αυτή παραγράφεται.

Οφειλές που δημιουργούνται από 1/1/2026 και μετά θα παραγράφονται στα 5 χρόνια.

Η παραγραφήδιακόπτεταιόταν ο e-ΕΦΚΑ (ή το ΚΕΑΟ) ειδοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον ασφαλισμένο για την οφειλή: με δικαστικό επιμελητή/ κλητήρα, επιστολή, ηλεκτρονική ειδοποίηση ή λάβει μέτρο διοικητικής εκτέλεσης για την είσπραξή της (κοινοποίηση ατομικής βεβαίωσης, κατάσχεση, πλειστηριασμός κ.λπ.).

Προβλέπεται επίσης ότι οφειλές, ο χρόνος παραγραφής των οποίων μειώνεται αναδρομικά στη δεκαετία σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση, καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση και θεωρούνται παραγεγραμμένες -εάν δεν διακόπηκε με κάποιο γεγονός η 10ετής παραγραφή- ακόμα και αν έχει κοινοποιηθεί ατομική ειδοποίηση στον οφειλέτη ή αυτός κατέβαλε ποσά έναντι της οφειλής μετά την πάροδο της δεκαετίας.

Επισημαίνεται ότι οι εργαζόμενοι δεν χάνουν τα ασφαλιστικά δικαιώματά τους για οφειλές των εργοδοτών τους κατά το χρονικό διάστημα της περιόδου 2006-2011, που- βάσει της νέας διάταξης- έχουν παραγραφεί.

Τέλος, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος θέλει να υποβάλλει ένσταση σχετικά με την παραγεγραμμένη οφειλή, μπορεί να το πράξει απευθυνόμενος στην Τοπική Διεύθυνση του e-ΕΦΚΑ στην οποία ανήκει.

Παραδείγματα για την παραγραφή χρεών προς e-ΕΦΚΑ

Παράδειγμα 1

Αυτοαπασχολούμενος που υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης το 2022 οφείλει εισφορές για τα έτη 2002-2011, τις οποίες ο ΕΦΚΑ δεν του έχει καταλογίσει μέχρι τη στιγμή της αίτησης. Οι εισφορές αυτές αφορούν διάστημα πέραν της δεκαετίας και άρα είναι παραγεγραμμένες. Έστω ότι, για να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ο αυτοαπασχολούμενος χρειάζεται ακόμη 5 χρόνια ενσήμων. Τότε έχει την δυνατότητα να πληρώσει τα 5 από τα 10 παραγεγραμμένα χρόνια, ώστε να τα αναγνωρίσει ως ασφαλιστικό χρόνο.

Αντιθέτως, εάν ο ΕΦΚΑ είχε προβεί σε κοινοποίηση προς τον ασφαλισμένο της βεβαίωσης οφειλής των εν λόγω εισφορών εντός δεκαετίας από τη γένεσή της (γεγονός που διακόπτει τον χρόνο παραγραφής) τότε ο ασφαλισμένος οφείλει το σύνολο των εισφορών.

Παράδειγμα 2

Το 2019 βεβαιώθηκε και στη συνέχεια, με αίτηση του ασφαλισμένου, ρυθμίστηκε οφειλή του 2008, η οποία με την εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε διάστημα πέραν της δεκαετίας και άρα καθίσταται παραγεγραμμένη. Ο οφειλέτης αυτός μπορεί, με αίτησή του, να ζητήσει τη διαγραφή της υπολειπόμενης παραγεγραμμένης οφειλής του. Μπορεί, όμως, να συνεχίσει να εξυπηρετεί τη ρύθμιση, ώστε να του αναγνωρισθεί ο ασφαλιστικός χρόνος που αντιστοιχεί στην οφειλή.

         Αν δηλαδή κάποιος δεν πληρώσει μέσα στη δεκαετία τις οφειλές του, αυτές «σβήνονται»;
Όχι, επειδή η παραγραφή διακόπτεται κάθε φορά που ο ασφαλισμένος ειδοποιείται ότι οφείλει ασφαλιστικές εισφορές και η δεκαετία ξεκινά εκ νέου από την ειδοποίηση.

Παράδειγμα

Αν κάποιος οφείλει ασφαλιστικές εισφορές για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος το 2018 και δεν τις έχει καταβάλει, η παραγραφή της οφειλής του ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου 2019. Εάν δεν έχει ειδοποιηθεί ότι χρωστά μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2028, η απαίτηση παραγράφεται. Εάν όμως βεβαιωθεί η οφειλή και του έλθει ατομική ειδοποίηση στις 5 Οκτωβρίου 2021, η παραγραφή εκτείνεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2031. Εάν στη συνέχεια γίνει κάποια πράξη διοικητικής εκτέλεσης (λ.χ. κατάσχεση κάποιου περιουσιακού στοιχείου) στις 10 Μαρτίου 2030, η παραγραφή εκτείνεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2041

ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ

Για τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους (οφειλές τ. ΟΑΕΕ, τ. ΟΓΑ, τ. ΤΣΜΕΔΕ κλπ):

  • Ο ασφαλισμένος υποβάλει αίτηση στην κατά τόπον αρμόδια Τοπική Διευθύνση e-ΕΦΚΑ όπου και εξετάζεται και γίνεται ο έλεγχος της παραγραφής, ώστε να υπάρχει η συγκατάθεσή του για την αποποίηση του χρόνου ασφάλισης που αντιστοιχεί στην παραγεγραμμένη οφειλή.
  • για την υποβολή της σχετικής αίτησης, ο ασφαλισμένος μπορεί να εξυπηρετηθεί με ηλεκτρονικό ραντεβού, μέσω της εθνικής δικτυακής πύλης (gov.gr) ή του δικτυακού τόπου της υπηρεσίας www.efka.gov.gr/rv, εισέρχεται στην πλατφόρμα, με τη χρήση των κωδικών-διαπιστευτηρίων taxisnet. Στη συνέχεια, επιλέγει το υποκατάστημα και το τμήμα που επιθυμεί να εξυπηρετηθεί και κλείνει το ραντεβού.

Για οφειλές εργοδοτών από απασχόληση μισθωτών (οφειλές τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ):

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται με ηλεκτρονικό ραντεβού www.efka.gov.gr/rv, στις κατά τόπον αρμόδιες Τοπικές Διευθύνσεις e-ΕΦΚΑ. Για χορήγηση Αποδεικτικού Ασφαλιστικής Ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου οι ενδιαφερόμενοι θα απευθύνονται στις αρμόδιες υπηρεσίες ΚΕΑΟ.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στον Οδηγό του Πολίτη (odigostoupoliti.eu). Επιτρέπεται η αναδημοσίευση (όχι αυτολεξεί) του περιεχομένου του παρόντος άρθρου, μόνο με αναφορά, με ενεργό σύνδεσμο (link)(https://www.odigostoupoliti.eu), της πηγής προέλευσης

                  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

           Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή

     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950

                       e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.">natmil@otenet.gr

       www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

 

Γράφει η δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου

Πρόσφατα εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας που είναι το ανώτατο δικαστήριο μία απόφαση που αναφέρεται στον χρόνο παραγραφής των οφειλών προς το δημόσιο από τους ασφαλισμένους. Με διατάξεις που ίσχυαν από το 2014 όλα τα χρέη προς το δημόσιο παραγράφονταν μετά από 20 χρόνια και μάλιστα ο χρόνος παραγραφής άρχιζε από τότε που η οφειλή βεβαιωνόταν και όχι από τον χρόνο γέννησης της. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με ένα μακροσκελές σκεπτικό που στο παρόν άρθρο παρατίθονται επί μέρους τμήματά του, καταλήγει ότι η παραγραφή σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να είναι 10ετής και όχι 20ετής.

Το σκεπτικό αυτό υιοθετεί και η παρούσα δικαστική απόφαση σε ανακοπή κατά ατομικής ειδοποίησης οφειλών που έστειλε το ΚΕΑΟ για απαιτήσεις από ασφαλιστικές οφειλές παλιών ετών.

Οι οφειλές αυτές με τις προσαυξήσεις είχαν φτάσει σε υπέρογκα ποσά και αφορούσαν εισφορές προς τον ΟΑΕΕ. Οι 3 πρώτες ταμειακές βεβαιώσεις ήταν από το 1987 μέχρι το 2006 και η τελευταία από το 1999 μέχρι το 2007.

Γενικά κατά των ατομικών ειδοποιήσεων που στέλνει το ΚΕΑΟ ο οφειλέτης ασφαλισμένος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημέρα που έλαβε την ατομική ειδοποίηση.

Για τις οφειλές προς τον ΟΑΕΕ ακολουθείται η διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων. Το δικαίωμα του Οργανισμού προς είσπραξη εισφορών παραγράφεται μετά από παρέλευση 20ετίας από τη λήξη του οικονομικού έτους, κατά το οποίο αυτές κατέστησαν απαιτητές. Σε περίπτωση έκδοσης Π.Ε.Ε.Π.Τ. ή ρύθμισης των οφειλών σε δόσεις ή υποβολής μήνυσης από τον Οργανισμό ή σε κάθε άλλη περίπτωση προβλεπόμενη από τον Κ.Ε.Δ.Ε. η παραγραφή διακόπτεται και αρχίζει νέα 20ετής.

Ακολούθως, προβλέφθηκε, εικοσαετής παραγραφή για τις απαιτήσεις των ασφαλιστικών φορέων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν.

Από 12.5.2016 που συστάθηκε ο Ε.Φ.Κ.Α., ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α., στον οποίο εντάχθηκε και ο Ο.Α.Ε.Ε, άλλαξε και πάλι το καθεστώς της παραγραφής και έκτοτε οι απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.

Με την 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι ο γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Εν σχέσει προς τους βεβαρυμένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υπόχρεους, ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα. Αντιθέτως, απαιτείται να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και σε σχετικά σύντομο χρόνο γνώση των υποχρεώσεών τους, ώστε να μην αιφνιδιάζονται, αλλά να δύνανται να προγραμματίζουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προς όφελος και της εθνικής οικονομίας.

Επιπλέον, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπόχρεοι είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, ισχύει αναδρομικώς και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί.

Επειδή υπάρχει ένα κενό νόμου μεταξύ των δύο νόμων που αναφέρονται στην παραγραφή των ασφαλιστικών απαιτήσεων πριν και μετά την δημιουργία του ΕΦΚΑ, το κενό αυτό πρέπει να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων καταβολής εισφορών για το σύνολο των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων.

      Στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτουν τα ακόλουθα: Mε ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών Κ.Ε.Α.Ο., ενημερώθηκε η ανακόπτουσα για τις ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές της προς τον Ε.Φ.Κ.Α. (τέως Ο.Α.Ε.Ε.), συνολικού ποσού 120.449,48 ευρώ. Οι ως άνω οφειλές, προερχόμενες από τις ως άνω πράξεις του Ο.Α.Ε.Ε., βεβαιώθηκαν με τέσσερις πράξεις ταμειακής βεβαίωσης του Κ.Ε.Α.Ο.

Η ανακόπτουσα προβάλλει, ότι το δικαίωμα του ασφαλιστικού οργανισμού έχει υποπέσει σε παραγραφή διότι ασφαλίστηκε στον τ. Ο.Α.Ε.Ε. από το 1987 έως το 2007, ενώ το 2017 της κοινοποιήθηκε η προαναφερθείσα ατομική ειδοποίηση με την οποία ενημερώθηκε για την ύπαρξη των εν λόγω οφειλών, οι οποίες ανάγονται σε χρονικό διάστημα πέραν της εικοσαετίας.

Με τα δεδομένα αυτά λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανακόπτουσα ασφαλίστηκε από το 1987 έως 2007 το Δικαστήριο, έκρινε ότι οι επίμαχες απαιτήσεις του καθ’ ου που καταλογίστηκαν κατά το έτος 2017 χρόνο έκδοσης των ως άνω καταλογιστικών πράξεων, είχαν υποπέσει σε παραγραφή.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

           Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή

     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950

                   e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.">natmil@otenet.gr

       www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

 
Γράφει η δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου
 
 
Μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας εκδόθηκε πριν μόλις λίγες μέρες. Μια απόφαση που επιτέλους δίνει ένα επιπλέον όπλο στους δανειολήπτες αλλά και στους δικηγόρους τους να ακυρώσουν με τις ανακοπές τους, τις διαταγές πληρωμής και τους πλειστηριασμούς όταν αυτοί διενεργούνται όχι από τις τράπεζες αλλά από τις εταιρείες διαχείρισης, τα γνωστά funds.
 
Είναι εξαιρετικά δύσκολο με απλά, κατανοητά και λίγα λόγια να εξηγηθεί τι έχουν κάνει λάθος τα funds όλο αυτό τον καιρό και τώρα με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου μπορούν να ακυρωθούν οι πράξεις τους για να εκπλειστηριάσουν ακίνητα.
 
Όλοι γνωρίζουν ότι οι τράπεζες έχουν πουλήσει τα δάνεια, ειδικά τα κόκκινα σε, εταιρείες του εξωτερικού. Οι εταιρείες αυτές έχουν δώσει το δικαίωμα διαχείρησης των δανείων αυτών στις γνωστές σε όλους μας εταιρείες CEPAL, INTRUM κ.α. που εδρεύουν στην Ελλάδα, που είναι γνωτσές και ως funds.
 
Το νομοθετικό πλαίσιο και οι διατάξεις που επικαλούνται τα funds για την εκπροσώπηση των εταιρειών που έχουν αγοράσει τα δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες δεν είναι το σωστό και για αυτό δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν τις πράξεις αυτές ακόμα και να τις εκπροσωπούν στο δικαστήριο.
 
Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν δύο νομοθετικά πλαίσια για τις εταιρείες αυτές, που ισχύουν παράλληλα. Το ένα είναι του 2003 και το άλλο του 2015. Οι διατάξεις του ν. 4354/2015 αφορούν αποκλειστικά και μόνα τα κόκκινα δάνεια, ο νόμος δε αυτός δημιουργήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Στο νόμο αυτό δημιουργείται μία πολύ συγκεκριμένη, ειδική νομιμοποίηση, βάσει της οποίας τα funds νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή της αλλοδαπής εταιρείας, που έχει πάρει από την ελληνική τράπεζα τα δάνεια.
 
Η ανάθεση της διαχείρισης στο fund γίνεται με συγκεκριμένη σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 Ν. 4354/2015 με βάση τους όποιους η τελευταία αποκτά την ιδιότητα του «μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου» με πανηγυρική διατύπωση. Στην περίπτωση αυτή και με την ύπαρξη της συμβασης αυτής τα funds μπορούν να προχωρούν σε οποιαδήποτε πράξη ακόμα και να καταθέτουν δικόγραφα, να παρίστανται στα δικαστήρια για την διεκδίκηση των οφειλών, να αιτούνται την έκδοση διαταγών πληρωμής, να προχωρούν σε πράξεις εκτέλεσης και φυσικά σε πράξεις πλειστηριασμών για λογαριασμό των εταιρειών που εκπροσωπούν.
 
Από την άλλη οι διατάξεις του ν. 3156/2003 αφορούν γενικά ρυθμίσεις δανείων. Στην παράγραφο 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως για λογαριασμό των εταιρειών που έχουν τα δάνεια, (τότε δεν υπήρχαν οι αλλοδαπές εταιρείες αλλά οι ελληνικές τράπεζες). Αναφερόμαστε σε μια εποχή προ οικονομικής κρίσης, χωρίς να αποδίδεται σε αυτές η συγκεκριμένη ιδιότητα του «μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου», έστω και έμμεσα ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της αλλοδαπής εταιρείας.
 
Με τον Ν. 3156/2003 δεν αποκτούν τα funds ενεργητική νομιμοποίηση για να ασκήσουν οποιαδήποτε αγωγή, αίτηση ή άλλο ένδικο βοήθημα ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, παρά μόνο ρυθμίζουν τους όρους και τον τρόπο που μπορούν εξωδικαστικά οι οφειλέτες να ρυθμίζουν τις οφειλές τους, με σκοπό την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από τους οφειλέτες και για λογαριασμό των εταιρειών που έχουν τα δάνεια.
 
Έτσι λοιπόν κατά την συζήτηση της συγκεκριμένης αναίρεσης, η εταιρεία Intrum θέλησε να παρασταθεί στο δικαστήριο για λογαριασμό της αλλοδαπής τράπεζας στην οποία είχαν μεταβιβαστεί τα δάνεια.
 
Ο ΑΠ έκρινε ότι η παρέμβαση της Intrum είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει πρόσθετη αυτοτελή παρέμβαση υπέρ της ελληνικής Τράπεζας είναι η αλλοδαπή εταιρεία ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης, δηλαδή της οφειλής.
 
Πιο αναλυτικά, η INTRUM είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων από δάνεια ελληνικής τράπεζας που οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την τράπεζα. Η τράπεζα, κάποια στιγμή, μεταβίβασε τις απαιτήσεις αυτές σε αλλοδαπή εταιρεία που ανέθεσε την διαχείριση τους στην INTRUM.
 
Ο ΑΠ έκρινε ότι η INTRUM δεν μπορεί να επιδιώξει την εκπλήρωση της οφειλής για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρίας διότι το νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο αυτή νομιμοποιήθηκε, δηλαδή της δόθηκε η εντολή από την αλλοδαπή εταιρεία να την εκπροσςωπήσει, βασίζεται στο ν. 3156/2003 και δεν της απονέμει την ιδιότητα του κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου) όπως συμβαίνει με τις εταιρίες διαχειρίσεως του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού.
 
Οι διατάξεις του Ν. 4354/2015 δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3165/2003, διότι η εταιρεία διαχείρισης του Ν. 3156/2003 αναλαμβάνει τη διαχείριση των απαιτήσεων χωρίς να έχει ορισθεί εκ του νόμου «μη δικαιούχος, κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος». Αυτό σημαίνει πρακτικά, ότι δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καλύψει αυτή την έλλειψη δυνατότητας.
 
Τι σημαίνει τώρα αυτό πρακτικά για τους οφειλέτες:
 
Σημαίνει ότι αυξάνονται οι πιθανότητες και οι δυνατότητες να ακυρωθούν όλες οι διαδικαστικές πράξεις στις οποίες έχουν παρασταθεί τα funds και όχι οι τράπεζες ή οι αλλοδαπές εταιρείες.
 
Δηλαδή, οι διαταγές πληρωμής, οι κατασχετήριες εκθέσεις καθώς και οι διαδικασίες του πλειστηριασμού, με τις κατάλληλες κάθε φορά ανακοπές. Μπορούν σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί πρωτόδικες αποφάσεις απορριπτικές να γίνουν εφέσεις, αν έχει χαθεί η προθεσμία. Μπορούν να γίνουν αναιρέσεις σε περίπτωση που έχει χαθεί και ο δεύτερος βαθμός.
 
Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό είναι ότι ανοίγει πάλι ο δρόμος και όποιος έχει ήδη ακολουθήσει την δικαστική οδό θα πρέπει να μιλήσει άμεσα με τον δικηγόρο του για να δει πώς θα εκμεταλλευθεί τα νέα δεδομένα. Όσοι δεν έχουν κινηθεί μέχρι τώρα δικαστικά, θα πρέπει να συμβουλευθούν άμεσα δικηγόρο, διότι το νομικό αυτό ζήτημα είναι πάρα πολύ σοβαρό και σημαντικό και εξετάζεται σε κάθε στάδιο, σε κάθε διαδικασία και μάλιστα και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
 
Σημαντικό επίσης: Αυτή η απόφαση δεν εφαρμόζεται αυτομάτως σε όλες τις περιπτώσεις. Θα πρέπει κάποιος να κινηθεί δικαστικά και στο δικόγραφό του να επικαλεστεί αυτά που αναφέρονται στην απόφαση αυτή. Δεν γίνεται διαφορετικά. Δηλαδή θα πρέπει οι οφειλέτες να εμπλακούν δικαστικά ο καθένας για την οφειλή του. Διαφορετικά ο πλειστηριασμός θα γίνει και θα χαθεί το περιουσιακό στοιχείο.
 
Άλλο σημαντικό: Ο Άρειος Πάγος είναι το ανώτατο ελληνικό δικαστήριο. Το σύνηθες είναι τα κατώτερα δικαστήρια να ακολουθούν τις αποφάσεις του στα νομικά θέματα και να υιοθετούν τους νομικούς ισχυρισμούς του. Όμως αυτό δεν είναι το απόλυτο. Οι δικαστές από το Ειρηνοδικείο μέχρι και τον Αρειο Πάγο μπορούν να έχουν την δική τους νομική κρίση και να εκδώσουν διαφορετική απόφαση. Η πλειοψηφία όμως ταυτίζεται σίγουρα με τις αποφάσεις του Άρειου Πάγου.
 
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ
 
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
 
Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή
 
Τηλ. 6945-028153, 213-0338950
 
e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.
 
www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

Γράφει η δικηγόρος παρ’ Α.Π. Αναστασία Χρ. Μήλιου

Από τις 16 Σεπτεμβρίου 2021 ίσχυσαν οι νέες διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου για την συνεπιμέλεια δηλαδή την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων και από τους δύο γονείς, που πρακτικά σημαίνει ότι τα παιδιά θα διαμένουν και με τους δύο γονείς ισάριθμα χρονικά διαστήματα.

Οι πρώτες αποφάσεις των δικαστηρίων κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων άρχισαν να δημοσιεύονται και έτσι μπορούμε να δούμε πώς πρακτικά αντιμετωπίζουν το θέμα οι δικαστές και τι ορίζουν σχετικά με το χρόνο που θα διαμένουν τα παιδιά με τους δύο γονείς και πώς λύνουν τα πρακτικά θέματα που ανακύπτουν.

Ας ξεκινήσουμε από τι ισχύει νομικά και στην συνέχεια θα δούμε πώς αυτό εφαρμόζεται στην πράξη.

Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα πλέον ισχύουν,προκύπτει ότι μεταβάλλεται το ισχύον μέχρι τώρα δίκαιο στο κεφάλαιο της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων, χωρίς βέβαια να αναιρείται ο παιδοκεντρικός πυρήνας του. Επομένως, πάντα παραμένει στο επίκεντρο η προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου. Όμως, μετά την ως άνω μεταβολή, ενώ προγενέστερα προκρινόταν η αποκλειστική επιμέλεια, προκρίνεται πλέον η συνεπιμέλεια των γονέων επί των ανηλίκων τέκνων τους, μόνο, δε, όταν προκύπτει ότι αυτή θα αποβεί εις βάρος του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η επιμέλεια στον ένα γονέα, με απόφαση που θα αιτιολογεί την ως άνω παρέκκλιση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει την ανάθεση στον ένα γονέα το άρθρο 1514 ΑΚ.

Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για να διεκδικήσει την συνεπιμέλεια ή αγωγή μπορεί να κάνει ο γονέας ακόμα και αν έχει εκδοθεί ήδη απόφαση του δικαστηρίου για ανάθεση της επιμέλειας με το προηγούμενο καθεστώς αρκεί να μην είναι αμετάκλητη.

Οι δύο γονείς στην συγκεκριμένη περίπτωση άσκησαν δύο διαφορετικές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Ο δε πατέρας ζητούσε με την αίτησή του την από κοινού με την μητέρα επιμέλεια των τέκνων και επικουρικώς το δικαίωμα επικοινωνίας του, η δε μητέρα την αποκλειστική επιμέλεια και τον ορισμό διατροφής.

Το δικαστήριο εξετάζοντας την υπόθεση και τους μάρτυρες αυτής, στάθηκε σε ένα πολύ σημαντικό γεγονός: Την πολύ καλή σχέση που είχε ο πατέρας με τα παιδιά του όλο το διάστημα που είχε διασπασθεί η έγγαμη σχέση. Τα παιδιά που είναι πολύ μικρής ηλικίας έμεναν μαζί του και μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς η απουσία της μητέρας να δημιουργεί στενοχώρια ή κάποιο άλλο πρόβλημα στα παιδιά. Εκεί φαίνεται ότι επικεντρώθηκε το δικαστήριο που έκρινε ότι μπορούν τα παιδιά να ζουν ισόχρονα με τους δύο γονείς τους.

Το σκεπτικό της απόφασης έχει ως εξης:

Οι δύο αιτούντες έχουν δυο τέκνα, ηλικίας 5 και 2 ετών περίπου. Η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε το 2021. Υπέγραψαν ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου συμφώνησαν τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, την αποχώρηση του συζύγου από την οικογενειακή στέγη, τη διαμονή των τέκνων στην οικογενειακή στέγη με τη μητέρα τους, την άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους από κοινού, την ελεύθερη επικοινωνία του πατέρα με τα τέκνα του, τη δυνατότητα της τηλεφωνικής και διαδικτυακής επικοινωνίας οποιαδήποτε στιγμή. Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας, τα τέκνα διέμεναν αρχικά με τον πατέρα τους και βράδια, ενώ κατά τους θερινούς μήνες, διέμειναν μαζί του 15 συνεχόμενες ημέρες τον Ιούλιο και 15 συνεχόμενες ημέρες τον Αύγουστο, στην πατρική οικία του πατέρα, ο οποίος διαμένει και με τη μητέρα του (γιαγιά των παιδιών), χωρίς, παρά το πολύ μικρό της ηλικίας τους, να εκφράσουν οποιαδήποτε δυσαρέσκεια για την απουσία της μητέρας τους, επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως παραδέχθηκε και ο μάρτυρας της μητέρας. Μάλιστα έχει φροντίσει να δημιουργήσει ιδιαίτερο χώρο στην πατρική οικία για τα τέκνα του, χώρο τον οποίο έχει επιμεληθεί ώστε να δημιουργεί ένα πολύ ευχάριστο περιβάλλον για τα τέκνα του.

Παρ’ όλα αυτά πιθανολογείται ότι η μητέρα, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο πατέρας εκφράζεται σε συγγενείς και φίλους αρνητικά για το πρόσωπό της, το τελευταίο χρονικό διάστημα εμφάνισε απροθυμία να τηρεί την ανωτέρω συμφωνία, με αποτέλεσμα να φέρνει προσκόμματα στην ελεύθερη επικοινωνία του πατέρα με τα τέκνα του. Η ως άνω σχέση όμως του πατέρα με τα τέκνα του, όπως καταδεικνύεται από το προαναφερόμενο γεγονός της πολυήμερης παραμονής μαζί τους, χωρίς το γεγονός αυτό να προκαλεί στα τέκνα δυσάρεστα συναισθήματα εξαιτίας της απουσίας της μητέρας, πιθανολογείται ότι είναι πολύ στενή και σφυρηλατημένη στο χρόνο, δηλαδή ακόμη και κατά το χρονικό διάστημα που οι διάδικοι βρίσκονταν στην έγγαμη συμβίωση. Τούτο επιβεβαιώνεται απ’ όλους τους ενόρκως βεβαιούντες, εκ των οποίων ο ένας είναι κουμπάρος της οικογένειας και η άλλη οικογενειακή φίλη και αφενός συνδέονταν στενά και με τους δυο διαδίκους και αφετέρου γνώριζαν από πολύ κοντά τις συνθήκες που επικρατούσαν στην οικογένεια. Φυσικά και η σχέση της μητέρας με τα ανήλικα τέκνα της είναι πολύ στενή. Ενόψει τούτων, πιθανολογείται ότι στην προκειμένη περίπτωση, η επιμέλεια πρέπει να ανατεθεί από κοινού και εξίσου στους δυο γονείς, εφαρμοζομένου του κανόνα που επιβάλλουν οι νέες διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, με την επισήμανση ότι πρέπει αμφότεροι να συνεχίσουν να προσπαθούν για την αρμονική ανατροφή των τέκνων τους, να διαφυλάσσουν και να ενισχύουν τη σχέση των τέκνων τους με τον άλλο γονέα καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα και να παραλείπουν οποιαδήποτε αρνητική αναφορά στο πρόσωπο του άλλου γονέα. Τα ανωτέρω πιθανολογούνται και από το ιατρικό σημείωμα της παιδοψυχιάτρου, η οποία διέγνωσε ότι το κορίτσι είναι φροντισμένο, καθαρό, είχε καλή βλεμματική και συναισθηματική επαφή, θετική στην επικοινωνία και αναφέρεται με θετικό τρόπο και στους δυο γονείς, περιγράφοντας με ικανοποίηση ευχάριστες δραστηριότητες που πραγματοποιεί μαζί τους καθώς μοιάζει να έχει θετικά επενδεδυμένη σχέση και με τους δύο, χωρίς η γενική σύσταση ότι τα τέκνα των διαζευγμένων γονέων έχουν ανάγκη από σταθερότητα συμπεριφορών και περιβάλλοντος, να οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα. Τα τέκνα θα διαμένουν ανά μια εβδομάδα στην οικία κάθε γονέα, ήτοι την μια εβδομάδα στην οικία του πατέρα και μια εβδομάδα στην οικία της μητέρας. Ο πατέρας θα παραλαμβάνει τα τέκνα από την οικία της μητέρας την Παρασκευή το απόγευμα, ώρα 18.00 και θα τα παραδίδει στην οικία της μητέρας την επόμενη Παρασκευή το απόγευμα ώρα 18.00. Επίσης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μια εβδομάδα θα διαμένουν με τον πατέρα τους και μια εβδομάδα με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε στη γιορτή των Χριστουγέννων να είναι με τον ένα γονέα και στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς με τον άλλο γονέα, την επόμενη, δε, χρονιά θα συμβαίνει το αντίστροφο, ενώ το Πάσχα, τη μια εβδομάδα θα είναι την Κυριακή του Πάσχα με τον ένα γονέα και την άλλη χρονιά με τον άλλο γονέα. Το καλοκαίρι, δε, θα είναι 15 μέρες συνεχόμενες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο με τον πατέρα τους και 15 μέρες συνεχόμενες με τη μητέρα τους. Τέλος, δεδομένου ότι ορίζεται συνεπιμέλεια κάθε γονέας έχει το δικαίωμα, όταν τα τέκνα τους, διαμένουν με τον άλλον γονέα, να επικοινωνούν με αυτά, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικά είτε διαδικτυακά.

Δεδομένου ότι τα τέκνα θα διαμένουν ισόχρονα με τους δυο γονείς τους, τα έξοδα διατροφής του θα τα επιβαρύνεται ο γονέας με τον οποίο θα διαμένουν κάθε φορά. Συνεπώς, το αίτημα της μητέρας για καταβολή διατροφής, απορρίπτεται.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

           Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή

     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950

                   e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.">natmil@otenet.gr

       www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

Γράφει η Δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου*

 

Ελληνίδες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, επιλέγουν να φτιάξουν την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή εκεί. Είναι πολλοί οι γάμοι Ελληνίδων που τελούνται στο εξωτερικό και μετά πρέπει να καταχωρηθούν στο ελληνικό ειδικό ληξιαρχείο και στο ελληνικό δημοτολόγιο που ανήκει η κάθε μία.

Κατά την καταχώρηση αυτή είναι που δημιουργούνται πλείστα προβλήματα, που δεν αντιμετωπίζονται άμεσα αλλά αργότερα και προκαλούν κωλύματα και μπερδέματα.

Ας τα πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Αν μία Ελληνίδα, αποφασίσει να παντρευτεί αλλοδαπό και ο γάμος γίνει στο εξωτερικό, τότε μπορεί να δηλώσει στην εκεί ληξιαρχική πράξη του γάμου, ότι επιθυμεί να λάβει το επώνυμο του συζύγου της, κάτι που είναι σύνηθες στο εξωτερικό. Δηλαδή αυτό που ίσχυε και παλιότερα στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισχύει σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκες χώρες και έτσι μετά το γάμο όλη η οικογένεια, δηλαδή σύζυγοι και τέκνα φέρουν το ίδιο επώνυμο. Αν δε η Ελληνίδα αποκτά μετά τον γάμο και δεύτερη ιθαγένεια, πρακτικά αποκτά νέο διαβατήριο με το επώνυμο του συζυγου της. Αν δε στην συνέχεια, η Ελληνίδα αποκτήσει παιδιά, τα οποία θα γεννηθούν στην αλλοδαπή, τότε στις ληξιαρχικές πράξεις των παιδιών το επώνυμο της Ελληνίδας μητέρας θα είναι το επώνυμο του συζυγου της.

Κάποια στιγμή, όμως έρχεται η ώρα που η Ελληνίδα συζυγος αποφασίζει να καταχωρήσει το γάμο και τις γεννήσεις των παιδιών της στην Ελλάδα. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι καταχωρήσεις γίνονται ταυτόχρονα και άλλες που έχει προηγηθεί η καταχώρηση του γάμου στο Ειδικό Ληξιαρχείο και στο δημοτολόγιο και ακολουθεί η απόπειρα καταχώρησης των γεννήσεων των τέκνων στο Ειδικο Ληξιαρχείο και στο Δημοτολόγιο.

Τότε λοιπόν θα διαπιστωθεί ότι υπάρχει πρόβλημα με το επώνυμο της Ελληνίδας συζύγου. Διότι ανεξαρτήτως αν ο γάμος έγινε στο εξωτερικό και ίσχυσε η νομοθεσία της χώρας ιθαγένειας του συζύγου και κοινής διαμονής του ζευγαριού, στην Ελλάδα η καταχωρηση του γάμου ακολουθεί την ελληνική νομοθεσία, η οποία ορίζει ότι η Ελληνίδα, μετά τον γάμο ή διατηρεί το επώνυμό της ή μετά από δήλωσή της ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ στο δικό της επώνυμο το επώνυμο του συζύγου της. Η αλλαγή του επώνυμου και η πρόσληψη αποκλειστικά του συζυγικού επωνύμου έχει καταργηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80.

Επομένως στην ελληνική ληξιαρχική πράξη γάμου που θα καταχωρηθεί στο Ειδικό Ληξιαρχείο η Ελληνίδα θα παραμείνει με το πατρώνυμό της και με το πατρώνυμό της θα καταχωρηθεί στην νέα οικογενειακή μερίδα της που θα ανοιχθεί στο Δήμο που είναι εγγεγραμμένη.

Όταν δε προσκομίσει την ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου της, τότε στο Ειδικό ληξιαρχείο δεν θα γίνει η καταχώρηση διότι τα στοιχεία της μητέρας στην πράξη γέννησης του τέκνου και στην πράξη του γάμου δεν θα ταυτοποιουνται. Δηλαδή η μητέρα του παιδιού στην γέννηση θα φέρει διαφορετικό επώνυμο από το επώνυμο της ελληνίδας που τέλεσε γάμο με τον πατέρα του παιδιού.

Τι επομένως πρέπει να κάνουν οι Ελληνίδες που παντρεύονται στο εξωτερικό;  

Η μία επιλογή που έχουν, είναι διατηρήσουν και στο εξωτερικό την επιλογή να μην αλλάξουν το επώνυμό τους μετά τον γάμο και να είναι παντού με το ελληνικό τους πατρώνυμο.

Η δεύτερη είναι να δηλώσουν ρητώς στην αλλοδαπή πράξη γάμου ότι επιθυμούν μετά τον γάμο να προσθέσουν στο δικό τους επώνυμο, το επώνυμο του συζύγου. Προσοχή μόνο εδώ γιατί στα ελληνικά έγγραφα το επώνυμο του συζύγου θα έπεται του πατρώνυμου, επομένως πρέπει να ισχύσει και η ίδια σειρά στην ληξιαρχική πράξη γάμου του εξωτερικού γιατί και πάλι δεν θα υπάρχει η ταυτοπροσωπία που απαιτεί το Ληξιαρχείο για να καταχωρήσει τις μεταγενέστερες γεννήσεις.

Η τρίτη επιλογή για τις συζύγους που πραγματικά επιθυμούν να πάρουν το επώνυμο του συζυγου τους, είναι να φροντίσουν αφ’ ενός να δηλώσουν την επιθυμία τους αυτή στην ληξιαρχική πράξη γάμου όχι μόνο την αλλοδαπή αλλά και την ελληνική στο ελληνικό προξενείο. Πρέπει να δηλωθεί η επιθυμία αυτή ακόμα και αν δεν αλλάξει το επώνυμο.

Τα προξενεία δεν συμμορφώνονται εύκολα με αυτήν την δήλωση αλλά κανονικά είναι υποχρεωμένα να καταχωρήσουν την παρατήρηση αυτή. Εκεί λοιπόν θα πρέπει η Ελληνίδα να επιμείνει.

Εν συνεχεία, θα πρέπει να γίνει στην Ελλάδα αίτηση στο Δικαστήριο για να αναγνωριστεί η ισχύς του αλλοδαπού δικαίου που δίνει το δικαίωμα στην ελληνίδα να αποκτήσει το επώνυμο του συζυγου της. Μετά την έκδοση της απόφασης, η Ελληνίδα θα μπορεί να καταχωρήσει στο Ειδικό ληξιαρχείο το γάμο της και να πάρει το επώνυμο του συζυγου της το οποίο θα αλλάξει και στο πιστοποιητικό γέννησής της αλλά και στην οικογενειακή της μερίδα. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η ελληνική της ταυτότητα όσο και το ελληνικό της διαβατήριο θα είναι σε πλήρη ταυτοπροσωπία με τα αλλοδαπά πιστοποιητικά της.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ

                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

           Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή

     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950

                   e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.">natmil@otenet.gr

       www.legalaction.gr,fb: Αναστασία Μήλιου

Γράφει η δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω Αναστασία Χρ. Μήλιου*

Είναι γεγονός ότι το Brexitέχει φέρει αναστάτωση σε πολλούς τομείς της ζωής όχι μόνο των Βρετανών αλλά και των υπολοίπων Ευρωπαίων που ζουν και εργάζονται εκεί. Μεταξύ αυτών και των Ελλήνων που η ανεργία και η οικονομική κρίση ώθησε τα τελευταία χρόνια να μετακομίσουν στην Μεγάλη Βρετανία για μια αξιοπρεπή θέση εργασίας.

Αρκετοί υποχρεώθηκαν να αλλάξουν το ονοματεπώνυμο τους με την απλή διαδικασία του Deedpoll, υιοθετώντας ένα πιο εύκολο, εύηχο κ απλό σε προφορά ονοματεπώνυμο. Η βασική αλλαγή έγινε στα επώνυμα που στην Ελλάδα, δεν είναι καθόλου εύκολο βάσει του νόμου, να αλλάξουν.

Αντίθετα στην Mεγάλη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η αλλαγή του επωνύμου γίνεται με μια απλή μονομερή δήλωση που υπογράφεται από τον ενδιαφερόμενο και από έναν ακόμα μάρτυρα. Με τη μονομερή αυτή δηλωση μπορεί να αλλάξει αυτομάτως ακόμα και το βρετανικό διαβατήριο.

Για τους Έλληνες που έχουν και τις δύο ιθαγένειες και άρα δύο διαβατήρια τα πράγματα πριν το Brexit ήταν απλά. Χρησιμοποιούσαν το βρετανικό διαβατήριο για όλες τις μετακινήσεις τους εντός και εκτός Βρετανίας και το ελληνικό διαβατηριο το είχαν παρατημένο και ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι με το ελληνικό όνομα.

Μετά το Brexit η ανανέωση του βρετανικού διαβατηρίου για τον Έλληνα που έχει διπλή ιθαγένεια προϋποθέτει ότι το όνομα του και στο ελληνικό διαβατήριο είναι το ίδιο, αλλιώς δημιουργούνται επιπλοκές στην έκδοση του νέου βρετανικού διαβατηριου και στην εν συνεχεία χρήση του αφού αναφράγεται σε αυτό και το ελληνικό διαφορετικό όνομα.

Για δε αυτούς που δεν είχαν μέχρι τώρα βρετανικό διαβατηριο, ακόμα και αν έχουν αλλάξει τα στοιχεία τους με το deedpollτο νέο βρετανικό διαβατηριο θα εκδοθεί με τα ελληνικά ονόματα οπότε πάλι υπάρχει δυσχέρεια στην χρήση του καθώς όλα τα στοιχεία σε τράπεζες, πιστοποιητικά, διπλώματα οδήγησης κ.τ.λ. θα είναι με τα στοιχεία του deedpoll, αλλά το διαβατήριο με τα ελληνικά στοιχεία.

Τι γίνεται επομένως σε αυτή την περίπτωση;

Το deedpoll είναι μια διοικητική πράξη που είναι νόμιμη και έχει ισχύ σε όλες τις χώρες.

Επομένως αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αναγνωρισθεί η ισχύ της στην Ελλάδα και να επέλθουν και στα ελληνικά έγγραφα, πιστοποιητικό γέννησης και ταυτότητα, αυτά που ισχύουν στα βρετανικά.

Απαιτείται αίτηση ενώπιον του Ελληνικού Δικαστηρίου, με την οποία αιτούμαστε να αλλάξει το ονοματεπώνυμο στην Ελλάδα και αυτή η αλλαγή να καταχωρηθεί στις δημόσιες εκείνες υπηρεσίες που θα επιτρέψουν την αλλαγή του ονόματος και στο ελληνικό διαβατήριο μας, ώστε να επέλθει πλήρη ταυτοπροσωπία μεταξύ του ελληνικού και του βρετανικού ονόματος.

Οι υποθέσεις αυτές δικάζονται σε λίγους μήνες από την κατάθεση της αίτησης και η έκδοση της απόφασης δεν αργεί πολύ. Ο μέσος εκτιμώμενος χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικασίας αυτής είναι 8 μήνες περίπου.

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΧΡ.  ΜΗΛΙΟΥ 
                     ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ
            Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή
     Τηλ. 6945-028153, 213-0338950
                    e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.
        www.legalaction.gr, fb: Αναστασία Μήλιου
 

More Articles ...

e horos logo